Anonymous

ὠκυδήκτωρ: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠκῠδήκτωρ:''' -ορος, ὁ ([[δάκνω]]), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με [[οξύτητα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὠκῠδήκτωρ:''' -ορος, ὁ ([[δάκνω]]), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με [[οξύτητα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκῠδήκτωρ:''' ορος adj. наносящий острые укусы, т. е. с острыми насечками, острый ([[ῥίνη]] Anth.).
}}
}}