3,274,306
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠκῠδήκτωρ:''' -ορος, ὁ ([[δάκνω]]), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με [[οξύτητα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὠκῠδήκτωρ:''' -ορος, ὁ ([[δάκνω]]), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με [[οξύτητα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠκῠδήκτωρ:''' ορος adj. наносящий острые укусы, т. е. с острыми насечками, острый ([[ῥίνη]] Anth.). | |||
}} | }} |