Anonymous

πράσιος: Difference between revisions

From LSJ
4
(34)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[πράσιος]], -ον, ΝΑ [[πράσον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />πράσινη [[ποικιλία]] του χαλαζία, το [[χρώμα]] της οποίας οφείλεται στην [[παρουσία]] του πυριτικού ορυκτού [[ακτινόλιθος]], αλλ. [[πρασόλιθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πράσινος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πράσιος]]<br />α) [[εμετός]]<br />β) [[είδος]] πολύτιμου λίθου, η [[πρασίτις]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[πράσιος]]<br />το [[φυτό]] [[πράσιο]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Πράσιοι</i><br />ο [[ένας]] από τους δύο κύριους ανταγωνιζόμενους δήμους της Κωνσταντινούπολης, [[κατά]] τους βυζαντινούς χρόνους, οι Πράσινοι.
|mltxt=ο / [[πράσιος]], -ον, ΝΑ [[πράσον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />πράσινη [[ποικιλία]] του χαλαζία, το [[χρώμα]] της οποίας οφείλεται στην [[παρουσία]] του πυριτικού ορυκτού [[ακτινόλιθος]], αλλ. [[πρασόλιθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πράσινος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πράσιος]]<br />α) [[εμετός]]<br />β) [[είδος]] πολύτιμου λίθου, η [[πρασίτις]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[πράσιος]]<br />το [[φυτό]] [[πράσιο]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Πράσιοι</i><br />ο [[ένας]] από τους δύο κύριους ανταγωνιζόμενους δήμους της Κωνσταντινούπολης, [[κατά]] τους βυζαντινούς χρόνους, οι Πράσινοι.
}}
{{elru
|elrutext='''πράσιος:''' (ᾰ) Plut. = [[πράσινος]].
}}
}}