Anonymous

περιτίθημι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιτίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]], αόρ. αʹ <i>περιέθηκα</i>, αόρ. βʹ προστ. <i>περίθες</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] γύρω από [[κάτι]] [[άλλο]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>περιτιθέναι τί τινι</i>, σε Ηρόδ. — Μέσ., [[τοποθετώ]] γύρω μου, [[περιβάλλω]], σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. όπως το [[περιβάλλω]], [[παραχωρώ]], [[χορηγώ]], [[επιδαψιλεύω]], <i>περιτίθημί τινι βασιληΐην ἐλευθερίην</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως, [[περιτίθημι]] τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησι, [[επιβάλλω]] τη Μηδική [[εξουσία]] ως [[ζυγό]] γύρω από το λαιμό των Ελλήνων, σε Θουκ.
|lsmtext='''περιτίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]], αόρ. αʹ <i>περιέθηκα</i>, αόρ. βʹ προστ. <i>περίθες</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] γύρω από [[κάτι]] [[άλλο]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>περιτιθέναι τί τινι</i>, σε Ηρόδ. — Μέσ., [[τοποθετώ]] γύρω μου, [[περιβάλλω]], σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. όπως το [[περιβάλλω]], [[παραχωρώ]], [[χορηγώ]], [[επιδαψιλεύω]], <i>περιτίθημί τινι βασιληΐην ἐλευθερίην</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως, [[περιτίθημι]] τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησι, [[επιβάλλω]] τη Μηδική [[εξουσία]] ως [[ζυγό]] γύρω από το λαιμό των Ελλήνων, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιτίθημι:''' (aor. 1 περιέθηκα, aor. 2 περιέθην; Hom. только in tmesi) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> накладывать кругом (ξυλα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> надевать (κυνέην τινί Her.; χλαμύδα τινί NT); med. надевать на себя ([[ξίφος]] ὤμῳ Hom.; στρεπτόν Xen.; στέφανον Eur.);<br /><b class="num">3)</b> строить кругом (φραγμὸν τῷ ἀμπελῶνι NT);<br /><b class="num">4)</b> прибавлять, приставлять: τοῖς ἄλλοις φωνήεσι ἄλλα γράμματα π. Plat. добавлять к другим гласным (за исключением ε, υ, ο, ω) другие буквы (для образования их алфавитных наименований);<br /><b class="num">5)</b> придавать, сообщать ([[μέγεθος]] καὶ [[κάλλος]] π. τινί Arst.);<br /><b class="num">6)</b> налагать, навязывать (τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἓλλησι Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> давать, передавать (βασιληΐην τινί Her.; τὸν κάλλιστον [[ὄνομα]] τῇ πόλει Thuc.): π. ἀτιμίαν τινί Thuc. наносить кому-л. оскорбление; τὴν ἐλευθερίην π. τινί Her. даровать кому-л. свободу; π. στρατηγίαν τινί Polyb. возложить на кого-л. командование;<br /><b class="num">8)</b> приписывать (ἐπιστήμην τινι Polyb.);<br /><b class="num">9)</b> перен. облекать: π. πίστιν τινί Aeschin. облечь кого-л. (своим) доверием; π. τινὰ ὕβρει Diog. L. преисполнить кого-л. гордостью.
}}
}}