3,274,216
edits
(5) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λανθάνω:''' και [[λήθω]] (√<i>ΛΑΘ</i>),<br /><b class="num">Α.</b> παρατ. <i>ἐλάνθανον</i>, <i>ἔληθον</i>, Επικ. [[λῆθον]], Ιων. γʹ ενικ. <i>λήθεσκεν</i>· μέλ. [[λήσω]], Δωρ. <i>λᾱσῶ</i>, αόρ. βʹ <i>ἔλᾰθον</i>, παρακ. [[λέληθα]], υπερσ. <i>ἐλελήθειν</i>, Αττ. βʹ και γʹ ενικ. <i>ἐλελήθης</i>, <i>ἐλελήθη</i>, Ιων. [[ἐλελήθεε]]· στους περισσότερους Ενεργ. χρόνους, [[διαφεύγω]] της προσοχής κάποιου, [[παραμένω]] [[άγνωστος]], [[αόρατος]], [[απαρατήρητος]]. Συντάσσεται:<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. προσ. μόνο, [[λανθάνω]] τινά, [[ξεφεύγω]] της προσοχής κάποιου, Λατ. [[latere]] aliquem, σε Όμηρ., Αττ.· απρόσ., <i>σὲ λέληθε</i>, διέφυγε της προσοχής [[σου]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] με μτχ., [[οπότε]] η μτχ. μεταφράζεται ως [[ρήμα]], και το [[λανθάνω]] με επίρρ., απροσδόκητα, απαρατήρητα, αόρατα· και αυτό, <b>α)</b> [[είτε]] με αιτ. προσ., ἄλλον τινὰ [[λήθω]] μαρνάμενος, δεν βλέπομαι από κάποιον ενώ [[μάχομαι]], δηλ. [[μάχομαι]] [[χωρίς]] να [[φαίνομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μὴ λάθῃ με προσπεσών</i>, [[μήπως]] επέρθει απροσδόκητα, σε Σοφ. <b>β)</b> [[είτε]] [[χωρίς]] αιτ., <i>μὴ διαφθαρείς λάθῃ</i>, [[μήπως]] καταστραφεί [[χωρίς]] να το καταλάβει, στον ίδ.· <i>δουλεύων λέληθας</i>, έγινες [[σκλάβος]] [[χωρίς]] να το καταλάβεις, σε Αριστοφ. Η [[σύνταξη]] αυτή αντιστρέφεται και το [[λαθών]] τίθεται αντί μτχ., ἀπὸ τείχεος [[ἇλτο]] [[λαθών]] (αντί ἔλαθεν [[ἁλόμενος]]), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λήθουσά μ' ἐξέπινες</i>, σε Σοφ. <b>Β.</b> Ενεργ., [[ληθάνω]], αόρ. βʹ <i>λέλᾰθον</i>, βλ. κατωτ. Τα [[σύνθετα]] ρήματα ἐκ-[[ληθάνω]], ἐπι-[[λήθω]] λαμβάνουν μτβ. [[σημασία]], κάνω κάποιον να ξεχάσει [[κάτι]], με γεν. πράγμ.· ομοίως στον αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>λέλᾰθον</i>, [[ὄφρα]] [[λελάθῃ]] ὀδυνάων, για να τον κάνει να λησμονήσει τους πόνους του, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Γ.</b> Μέσ. και Παθ. <i>λανθάνομαι</i>· <i>λήθομαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ., Δωρ. λάθομαι [ᾱ], Επικ. παρατ. <i>λανθανόμην</i>, μέλ. [[λήσομαι]], Δωρ. <i>λᾱσεῦμαι</i>, επίσης [[λελήσομαι]], αόρ. <i>ἐλησάμην</i>, επίσης <i>ἐλήσθην</i>, Δωρ. απαρ. [[λασθῆμεν]], αόρ. βʹ <i>ἐλᾰθόμην</i>, Επικ. <i>λαθ-</i>, επίσης Επικ. με αναδιπλ. <i>λελάθοντο</i>, κ.λπ. (βλ. κατωτ.)· — [[λέλησμαι]], Επικ. [[λέλασμαι]], μτχ. <i>λελασμένος</i>, κ.λπ.· πρβλ. [[ἐπιλήθω]]. Μέσ. και Παθ., [[αφήνω]] [[κάτι]] να μου διαφύγει, [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]]·<br /><b class="num">1.</b> απόλ. ή με γεν. πράγμ., [[λησμονώ]], σε Όμηρ.· ομοίως στον αναδιπλ. αόρ., οὐδὲ [[σέθεν]] θεοὶ λελάθοντο, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· ομοίως, Παθ. παρακ., [[ἐμεῖο]] λελασμένος, στο ίδ.· <i>κείνου λελῆσθαι</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[λησμονώ]] [[επίτηδες]], [[αντιπαρέρχομαι]], <i>ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν</i>, ή είχε κατά νου να προσφέρει [[θυσία]] και το ξέχασε ή δεν σκέφτηκε [[καθόλου]] [[κάτι]] τέτοιο, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''λανθάνω:''' και [[λήθω]] (√<i>ΛΑΘ</i>),<br /><b class="num">Α.</b> παρατ. <i>ἐλάνθανον</i>, <i>ἔληθον</i>, Επικ. [[λῆθον]], Ιων. γʹ ενικ. <i>λήθεσκεν</i>· μέλ. [[λήσω]], Δωρ. <i>λᾱσῶ</i>, αόρ. βʹ <i>ἔλᾰθον</i>, παρακ. [[λέληθα]], υπερσ. <i>ἐλελήθειν</i>, Αττ. βʹ και γʹ ενικ. <i>ἐλελήθης</i>, <i>ἐλελήθη</i>, Ιων. [[ἐλελήθεε]]· στους περισσότερους Ενεργ. χρόνους, [[διαφεύγω]] της προσοχής κάποιου, [[παραμένω]] [[άγνωστος]], [[αόρατος]], [[απαρατήρητος]]. Συντάσσεται:<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. προσ. μόνο, [[λανθάνω]] τινά, [[ξεφεύγω]] της προσοχής κάποιου, Λατ. [[latere]] aliquem, σε Όμηρ., Αττ.· απρόσ., <i>σὲ λέληθε</i>, διέφυγε της προσοχής [[σου]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] με μτχ., [[οπότε]] η μτχ. μεταφράζεται ως [[ρήμα]], και το [[λανθάνω]] με επίρρ., απροσδόκητα, απαρατήρητα, αόρατα· και αυτό, <b>α)</b> [[είτε]] με αιτ. προσ., ἄλλον τινὰ [[λήθω]] μαρνάμενος, δεν βλέπομαι από κάποιον ενώ [[μάχομαι]], δηλ. [[μάχομαι]] [[χωρίς]] να [[φαίνομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μὴ λάθῃ με προσπεσών</i>, [[μήπως]] επέρθει απροσδόκητα, σε Σοφ. <b>β)</b> [[είτε]] [[χωρίς]] αιτ., <i>μὴ διαφθαρείς λάθῃ</i>, [[μήπως]] καταστραφεί [[χωρίς]] να το καταλάβει, στον ίδ.· <i>δουλεύων λέληθας</i>, έγινες [[σκλάβος]] [[χωρίς]] να το καταλάβεις, σε Αριστοφ. Η [[σύνταξη]] αυτή αντιστρέφεται και το [[λαθών]] τίθεται αντί μτχ., ἀπὸ τείχεος [[ἇλτο]] [[λαθών]] (αντί ἔλαθεν [[ἁλόμενος]]), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λήθουσά μ' ἐξέπινες</i>, σε Σοφ. <b>Β.</b> Ενεργ., [[ληθάνω]], αόρ. βʹ <i>λέλᾰθον</i>, βλ. κατωτ. Τα [[σύνθετα]] ρήματα ἐκ-[[ληθάνω]], ἐπι-[[λήθω]] λαμβάνουν μτβ. [[σημασία]], κάνω κάποιον να ξεχάσει [[κάτι]], με γεν. πράγμ.· ομοίως στον αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>λέλᾰθον</i>, [[ὄφρα]] [[λελάθῃ]] ὀδυνάων, για να τον κάνει να λησμονήσει τους πόνους του, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Γ.</b> Μέσ. και Παθ. <i>λανθάνομαι</i>· <i>λήθομαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ., Δωρ. λάθομαι [ᾱ], Επικ. παρατ. <i>λανθανόμην</i>, μέλ. [[λήσομαι]], Δωρ. <i>λᾱσεῦμαι</i>, επίσης [[λελήσομαι]], αόρ. <i>ἐλησάμην</i>, επίσης <i>ἐλήσθην</i>, Δωρ. απαρ. [[λασθῆμεν]], αόρ. βʹ <i>ἐλᾰθόμην</i>, Επικ. <i>λαθ-</i>, επίσης Επικ. με αναδιπλ. <i>λελάθοντο</i>, κ.λπ. (βλ. κατωτ.)· — [[λέλησμαι]], Επικ. [[λέλασμαι]], μτχ. <i>λελασμένος</i>, κ.λπ.· πρβλ. [[ἐπιλήθω]]. Μέσ. και Παθ., [[αφήνω]] [[κάτι]] να μου διαφύγει, [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]]·<br /><b class="num">1.</b> απόλ. ή με γεν. πράγμ., [[λησμονώ]], σε Όμηρ.· ομοίως στον αναδιπλ. αόρ., οὐδὲ [[σέθεν]] θεοὶ λελάθοντο, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· ομοίως, Παθ. παρακ., [[ἐμεῖο]] λελασμένος, στο ίδ.· <i>κείνου λελῆσθαι</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[λησμονώ]] [[επίτηδες]], [[αντιπαρέρχομαι]], <i>ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν</i>, ή είχε κατά νου να προσφέρει [[θυσία]] και το ξέχασε ή δεν σκέφτηκε [[καθόλου]] [[κάτι]] τέτοιο, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λανθάνω:''' (fut. [[λήσω]] - дор. [[λασῶ|λᾱσῶ]], aor. 2 ἔλᾰθον - эп. λέλᾰθον, pf. [[λέληθα]], inf. aor. [[λαθεῖν]]; med.: fut. [[λήσομαι]], fut. 3 [[λελήσομαι]], pf. [[λέλησμαι]] - эп. [[λέλασμαι]], aor. ἐλαθόμην - эп. [[λελαθόμην]])<br /><b class="num">1)</b> быть скрытым, оставаться незамеченным: [[ἆλτο]] [[λαθών]] Hom. (раненый Главк) незаметно (для всех) соскочил; [[λαθεῖν]] νόον τινός Hom. ускользнуть от чьего-л. внимания; [[ἔλαθον]] [[ἡμᾶς]] ἀποδράντες Xen. они бежали тайно от нас; μὴ [[λάθω]] τι παρανομήσας Xen. чтобы мне незаметно (для себя, т. е. невольно) не нарушить в чем-л. закона; λ. οἰόμενοι Thuc. полагая, что их не замечают; impers.: σὲ δὲ λέληθε περὶ [[τοῦτο]] Plat. об этом тебе (ничего) неизвестно; иногда med.: [[τοῦτο]] [[ἡμᾶς]] οὐ λήσεται Arst. это не будет для нас тайной;<br /><b class="num">2)</b> (в aor. 2) заставить забыть, избавить (τινα ὀδυνάων Hom.): [[οὔκουν]] ἐν Ἄργει μ᾽ [[οἷα]] πράττει λανθάνει Arph. мне небезызвестно, что творится в Аргосе;<br /><b class="num">3)</b> (преимущ. med.-pass.) предавать забвению, забывать (ἑταίρων πάντων λελῆσθαι Plat.): λελασμένος, ὅσσ᾽ [[ἐπεπόνθει]] Hom. забыв о прошлых страданиях; ἢ λάθετ᾽ ἢ οὐκ ἐνόησεν Hom. то ли забыл (принести жертву), то ли (вообще об этом) не думал; οὔ ποτε λησόμενον (pass.) [[κακόν]] Soph. горе, которое никогда не забудется;<br /><b class="num">4)</b> med. обходить молчанием, молчать: μαθοῦσιν αὐδῶ [[κοὐ]] μαθοῦσιν λήθομαι Aesch. с понимающими я разговариваю, а с непонимающими молчу. | |||
}} | }} |