3,274,408
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διψάω:''' (οι τύποι σε <i>αε</i> συναιρούνται σε <i>η</i> όχι <i>α</i>, όπως στο [[πεινάω]]), γʹ ενικ. <i>διψῇ</i>, απαρ. <i>διψῆν</i>, γʹ ενικ. παρατ. <i>ἐδίψη</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδίψησα</i>, παρακ. <i>δεδίψηκα</i> ([[δίψα]])·<br /><b class="num">1.</b> [[διψώ]], διψάων [ᾱ], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το [[έδαφος]], είμαι διψασμένος, είμαι [[στεγνός]], [[ξηρός]], [[άνυδρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., «[[διψώ]]», [[επιθυμώ]] [[σφόδρα]] ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Πλάτ.· [[έπειτα]] με αιτ., σε Ανθ., Κ.Δ.· με απαρ., [[επιθυμώ]] να πράξω, σε Ξεν. | |lsmtext='''διψάω:''' (οι τύποι σε <i>αε</i> συναιρούνται σε <i>η</i> όχι <i>α</i>, όπως στο [[πεινάω]]), γʹ ενικ. <i>διψῇ</i>, απαρ. <i>διψῆν</i>, γʹ ενικ. παρατ. <i>ἐδίψη</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδίψησα</i>, παρακ. <i>δεδίψηκα</i> ([[δίψα]])·<br /><b class="num">1.</b> [[διψώ]], διψάων [ᾱ], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το [[έδαφος]], είμαι διψασμένος, είμαι [[στεγνός]], [[ξηρός]], [[άνυδρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., «[[διψώ]]», [[επιθυμώ]] [[σφόδρα]] ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Πλάτ.· [[έπειτα]] με αιτ., σε Ανθ., Κ.Δ.· με απαρ., [[επιθυμώ]] να πράξω, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διψάω:''' (inf. [[διψῆν]])<br /><b class="num">1)</b> томиться жаждой, хотеть пить Hom., Aesch., Arst.: [[διψῆν]] ὑδάτων Her. страдать от отсутствия воды;<br /><b class="num">2)</b> жаждать, страстно желать ([[ἄλλου]] Pind.; ἐλευθερίας Plat.; φιλοσοφίας Arst.; [[τιμῆς]] Plut.; τἢν δικαιοσύνην NT). | |||
}} | }} |