Anonymous

εἰσπλέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[μπαίνω]], [[εισέρχομαι]], <i>πλέοντας εἰς τόπον</i>, σε Θουκ.· ποιητ. με αιτ., σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., <i>ἐπ' ἀριστερὰ ἐσπλέοντι</i>, από τα αριστερά όπως πλέει [[κάποιος]], σε Ηρόδ.· <i>οὐδὲν εἰσπλεῖ</i>, [[τίποτα]] δεν μπαίνει μέσα στο [[λιμάνι]], σε Θουκ.· λέγεται για [[σιτάρι]], εισάγομαι, σε Δημ.
|lsmtext='''εἰσπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[μπαίνω]], [[εισέρχομαι]], <i>πλέοντας εἰς τόπον</i>, σε Θουκ.· ποιητ. με αιτ., σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., <i>ἐπ' ἀριστερὰ ἐσπλέοντι</i>, από τα αριστερά όπως πλέει [[κάποιος]], σε Ηρόδ.· <i>οὐδὲν εἰσπλεῖ</i>, [[τίποτα]] δεν μπαίνει μέσα στο [[λιμάνι]], σε Θουκ.· λέγεται για [[σιτάρι]], εισάγομαι, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσπλέω:''' ион. и староатт. [[ἐσπλέω]] (fut. εἰσπλεύσομαι, aor. εἰσέπλευσα)<br /><b class="num">1)</b> (о кораблях) выплывать, тж. проплывать или входить (εἴς τι Thuc., Arst., Plut. и τι Eur., Thuc.; перен. δόμοις Soph.);<br /><b class="num">2)</b> ввозиться водным путем Thuc., Dem.: ἐφύλαττεν [[ὅπως]] μηδὲν εἰσπλέοι αὐτοῖς τῶν ἐπιτηδείων Xen. он следил за тем, чтобы никакое продовольствие не доставлялось им с моря.
}}
}}