Anonymous

εἰσπίτνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσπίτνω:''' ποιητ. [[τύπος]] του εἰσ-[[πίπτω]] (βλ. [[πίτνω]]), σε Ευρ.
|lsmtext='''εἰσπίτνω:''' ποιητ. [[τύπος]] του εἰσ-[[πίπτω]] (βλ. [[πίτνω]]), σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσπίτνω:''' припадать, прильнуть (πτέρυγάς τινος Eur.).
}}
}}