Anonymous

σινδών: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σινδών:''' -όνος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> σινδόνι, [[λεπτό]] ύφασμα, είδος καμβριού ή μουσελίνας (πιθ. προέρχεται από το [[Ἰνδός]], Sind), σε Ηρόδ.· <i>σινδὼν βυσσίνη</i>, που χρησιμοποιείται για να τυλίξει την ταριχευμένη σορό, τη [[μούμια]], σε Ηρόδ.· γενικά, [[λεπτό]] λινό ύφασμα, σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ένδυμα]] από [[μουσελίνα]], σε Λουκ.
|lsmtext='''σινδών:''' -όνος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> σινδόνι, [[λεπτό]] ύφασμα, είδος καμβριού ή μουσελίνας (πιθ. προέρχεται από το [[Ἰνδός]], Sind), σε Ηρόδ.· <i>σινδὼν βυσσίνη</i>, που χρησιμοποιείται για να τυλίξει την ταριχευμένη σορό, τη [[μούμια]], σε Ηρόδ.· γενικά, [[λεπτό]] λινό ύφασμα, σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ένδυμα]] από [[μουσελίνα]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''σινδών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> тонкая ткань, предполож. кисея или муслин Her., Soph. etc.;<br /><b class="num">2)</b> кисейное покрывало (ἱμάτια καὶ σινδόνες Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> парус Eur.;<br /><b class="num">4)</b> плащаница NT.
}}
}}