Anonymous

βούλομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 42: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βούλομαι:''' Ιων. βʹ ενικ. <i>βούλεαι</i>, παρατ. <i>ἐβουλόμην</i>, Αττ. παρατ. [[ἠβουλόμην]], Ιων. γʹ πληθ. παρατ. [[ἐβουλέατο]], μέλ. <i>βουλήσομαι</i>, Παθ. αόρ. αʹ [[ἐβουλήθην]], Αττ. Παθ. αόρ. αʹ <i>ἠβ-</i>, παρακ. [[βεβούλημαι]],<br /><b class="num">I.</b> αποθ., (είναι √<i>ΒΟΛ</i>, η οποία εμφανίζεται στο Επικ. [[βόλομαι]], Λατ. [[volo]], από όπου [[βουλή]]), [[επιθυμώ]], [[εύχομαι]], είμαι διατεθειμένος, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνότερα με απαρ. ή με αιτ. και απαρ., στον ίδ. κ.λπ.· όταν το [[βούλομαι]] συνοδεύεται μόνο από αιτ., μπορεί να εννοηθεί και να προστεθεί ένα απαρ.· Τρώεσσιν ἐβούλετο [[κῦδος]] ὀρέξαι (ή <i>Τρώεσσιν ἐβούλετο νίκην</i>, επιθυμούσε [[νίκη]] για τους [[Τρώες]]), και τα [[δύο]] σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Αττ. χρήσεις·<br /><b class="num">1.</b> [[βούλει]] ή <i>βούλεσθε</i> με υποτ.· προσθέτει [[έμφαση]] στην [[προσταγή]]· [[βούλει]] λάβωμαι, θέλεις να πιάσω, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> εἰ [[βούλει]], ευγενική [[έκφραση]], όπως το Λατ. [[sis]] (si [[vis]]), αν ήθελες, σε [[παρακαλώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ὁ βουλόμενος</i>, Λατ. [[quivis]], ο [[πρώτος]] που προσφέρεται, που θέλησε, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">4.</b> <i>βουλομένῳ μοι ἐστι</i>, Λατ. [[nobis]] volentibus est, με απαρ., είναι [[σύμφωνο]] με την [[επιθυμία]] μου να..., σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> [[εννοώ]] αυτό και αυτό· τί βούλεται [[εἶναι]]; Λατ. [[quid]] [[sibi]] [[vult]] [[haec]] [[res]]?σε Πλάτ.· από όπου, βούλεται [[εἶναι]], προφασίζεται ή παριστάνει πως είναι, θα ήταν διατεθειμένος να είναι, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> ακολουθ. από το <i>ἤ</i>, [[προτιμώ]]· (αντί [[βούλομαι]] [[μᾶλλον]], καθ' όσον [[κάθε]] [[επιθυμία]] περιλαμβάνει [[προτίμηση]])· βούλομ' ἐγὼ λαὸν σόον [[ἔμμεναι]] ἢ [[ἀπολέσθαι]], θα προτιμούσα να διασώζονταν οι άνθρωποι [[παρά]] να πέθαιναν, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''βούλομαι:''' Ιων. βʹ ενικ. <i>βούλεαι</i>, παρατ. <i>ἐβουλόμην</i>, Αττ. παρατ. [[ἠβουλόμην]], Ιων. γʹ πληθ. παρατ. [[ἐβουλέατο]], μέλ. <i>βουλήσομαι</i>, Παθ. αόρ. αʹ [[ἐβουλήθην]], Αττ. Παθ. αόρ. αʹ <i>ἠβ-</i>, παρακ. [[βεβούλημαι]],<br /><b class="num">I.</b> αποθ., (είναι √<i>ΒΟΛ</i>, η οποία εμφανίζεται στο Επικ. [[βόλομαι]], Λατ. [[volo]], από όπου [[βουλή]]), [[επιθυμώ]], [[εύχομαι]], είμαι διατεθειμένος, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνότερα με απαρ. ή με αιτ. και απαρ., στον ίδ. κ.λπ.· όταν το [[βούλομαι]] συνοδεύεται μόνο από αιτ., μπορεί να εννοηθεί και να προστεθεί ένα απαρ.· Τρώεσσιν ἐβούλετο [[κῦδος]] ὀρέξαι (ή <i>Τρώεσσιν ἐβούλετο νίκην</i>, επιθυμούσε [[νίκη]] για τους [[Τρώες]]), και τα [[δύο]] σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Αττ. χρήσεις·<br /><b class="num">1.</b> [[βούλει]] ή <i>βούλεσθε</i> με υποτ.· προσθέτει [[έμφαση]] στην [[προσταγή]]· [[βούλει]] λάβωμαι, θέλεις να πιάσω, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> εἰ [[βούλει]], ευγενική [[έκφραση]], όπως το Λατ. [[sis]] (si [[vis]]), αν ήθελες, σε [[παρακαλώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ὁ βουλόμενος</i>, Λατ. [[quivis]], ο [[πρώτος]] που προσφέρεται, που θέλησε, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">4.</b> <i>βουλομένῳ μοι ἐστι</i>, Λατ. [[nobis]] volentibus est, με απαρ., είναι [[σύμφωνο]] με την [[επιθυμία]] μου να..., σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> [[εννοώ]] αυτό και αυτό· τί βούλεται [[εἶναι]]; Λατ. [[quid]] [[sibi]] [[vult]] [[haec]] [[res]]?σε Πλάτ.· από όπου, βούλεται [[εἶναι]], προφασίζεται ή παριστάνει πως είναι, θα ήταν διατεθειμένος να είναι, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> ακολουθ. από το <i>ἤ</i>, [[προτιμώ]]· (αντί [[βούλομαι]] [[μᾶλλον]], καθ' όσον [[κάθε]] [[επιθυμία]] περιλαμβάνει [[προτίμηση]])· βούλομ' ἐγὼ λαὸν σόον [[ἔμμεναι]] ἢ [[ἀπολέσθαι]], θα προτιμούσα να διασώζονταν οι άνθρωποι [[παρά]] να πέθαιναν, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''βούλομαι:''' эп. тж. [[βόλομαι]], эол. [[βόλλομαι]] (fut. βουλήσομαι, aor. [[ἐβουλήθην]], pf. [[βεβούλημαι]])<br /><b class="num">1)</b> желать, хотеть (νίκην τινί Hom.; ποιεῖν τι Arst.): τὸ βουλόμενον Eur. желание; ὁ βουλόμενος Her., Plat., Arst., Dem., тж. ὃς ([[ὅστις]]) [[βούλει]] (βούλῃ) Plat. какой угодно, любой, первый встречный; εἰ δὲ [[βούλει]] Plat. если тебе (так) угодно; εἰ [[αὐτῷ]] γε σοὶ βουλομένῳ ἔστιν ἀποκρίνεσθαι Plat. если тебе самому угодно отвечать; τί βουλόμενος; Plat., Dem. и τί βουληθείς; Soph. с какой целью?, для чего?; β. εἴς τι Arph. хотеть идти куда-л.; β. λέγειν или εἶναι Plat. значить, означать, тж. стремиться или быть; ἡ τοῦ [[ὕδατος]] [[φύσις]] βούλεται [[ἄχυμος]] εἶναι Arst. вода сама по себе вкуса не имеет;<br /><b class="num">2)</b> значить, означать (τί βούλεται [[οὗτος]] ὁ [[μῦθος]]; Plat.): τί [[ἡμῖν]] βούλεται πρὸς τὰ πρότερα; Plat. какое это имеет для нас значение в связи с предыдущим?;<br /><b class="num">3)</b> предпочитать (τινα [[ἔμμεναι]] ἢ [[ἀπολέσθαι]] Hom.): [[ἄνδρες]] τὰ Συρακοσίων βουλόμενοι Thuc. люди, сочувствующие сиракузцам.
}}
}}