3,274,216
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁμαξεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, <b>I</b>.<br /><b class="num">1.</b> [[διέρχομαι]] με την [[άμαξα]] — Παθ. διασχίζομαι μέσω αμαξιτών [[οδών]], λέγεται για [[χώρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἁμαξεύειν βίοτον</i>, [[διέρχομαι]] κοπιαστικό βίο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι [[αμαξηλάτης]], σε Πλούτ., Ανθ. | |lsmtext='''ἁμαξεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, <b>I</b>.<br /><b class="num">1.</b> [[διέρχομαι]] με την [[άμαξα]] — Παθ. διασχίζομαι μέσω αμαξιτών [[οδών]], λέγεται για [[χώρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἁμαξεύειν βίοτον</i>, [[διέρχομαι]] κοπιαστικό βίο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι [[αμαξηλάτης]], σε Πλούτ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁμαξεύω:''' <b class="num">1)</b> проезжать на возах: [[Αἴγυπτος]] ἁμαξευομένη [[πᾶσα]] Her. Египет, который весь является проезжим для повозок; ἡμάξευσα δύσζωον βίοτον Anth. я прожил трудную жизнь;<br /><b class="num">2)</b> заниматься извозом: ἁμαξεύων Plut., Anth. возчик. | |||
}} | }} |