Anonymous

ἁμαξεύω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁμαξεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, <b>I</b>.<br /><b class="num">1.</b> [[διέρχομαι]] με την [[άμαξα]] — Παθ. διασχίζομαι μέσω αμαξιτών [[οδών]], λέγεται για [[χώρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἁμαξεύειν βίοτον</i>, [[διέρχομαι]] κοπιαστικό βίο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι [[αμαξηλάτης]], σε Πλούτ., Ανθ.
|lsmtext='''ἁμαξεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, <b>I</b>.<br /><b class="num">1.</b> [[διέρχομαι]] με την [[άμαξα]] — Παθ. διασχίζομαι μέσω αμαξιτών [[οδών]], λέγεται για [[χώρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἁμαξεύειν βίοτον</i>, [[διέρχομαι]] κοπιαστικό βίο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι [[αμαξηλάτης]], σε Πλούτ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁμαξεύω:''' <b class="num">1)</b> проезжать на возах: [[Αἴγυπτος]] ἁμαξευομένη [[πᾶσα]] Her. Египет, который весь является проезжим для повозок; ἡμάξευσα δύσζωον βίοτον Anth. я прожил трудную жизнь;<br /><b class="num">2)</b> заниматься извозом: ἁμαξεύων Plut., Anth. возчик.
}}
}}