Anonymous

ἄγευστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄγευστος:''' -ον ([[γεύομαι]]), αυτός που δεν έχει [[γεύση]] ενός πράγματος, που νηστεύει, που απέχει από..., με γεν.· μεταφ., κακῶν [[ἄγευστος]] [[αἰών]], σε Σοφ.· [[τῶν]] τερπνῶν [[ἄγευστος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἄγευστος:''' -ον ([[γεύομαι]]), αυτός που δεν έχει [[γεύση]] ενός πράγματος, που νηστεύει, που απέχει από..., με γεν.· μεταφ., κακῶν [[ἄγευστος]] [[αἰών]], σε Σοφ.· [[τῶν]] τερπνῶν [[ἄγευστος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄγευστος:''' <b class="num">1)</b> не попробовавший, не отведавший, не испытавший (τινος Aesch., Plat., Arst., Plut.): ἰχθύων [[ἄγευστος]] Luc. (даже) не пробовавший рыб; οἷσι κακῶν ἄ. [[αἰών]] Soph. (те), которые никогда в жизни не изведали несчастий;<br /><b class="num">2)</b> ничего не евший ([[ἄποτος]] καἰ ἄ. Luc.);<br /><b class="num">3)</b> лишенный вкусовых свойств, безвкусный (τὸ γευστὸυ καὶ ἄγευστον Arst.);<br /><b class="num">4)</b> не попробованный, не отведанный ([[τροφή]] Plut.): πειρᾶσθαι τῶν ἀγεύστων [[πρότερον]] Plut. пробовать то, что прежде в пищу не употреблялось.
}}
}}