Anonymous

ἀγκυλοχείλης: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγκῠλοχείλης:''' -ου, ὁ ([[χεῖλος]]), αυτός που έχει κυρτό [[ράμφος]], γαμψή [[μύτη]]· [[αἰετός]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>αἰγυπιοί</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀγκῠλοχείλης:''' -ου, ὁ ([[χεῖλος]]), αυτός που έχει κυρτό [[ράμφος]], γαμψή [[μύτη]]· [[αἰετός]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>αἰγυπιοί</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγκῠλοχείλης:''' с крючковатым клювом ([[αἰετός]], αἰγυπιοί Hom., Hes., Anth.).
}}
}}