Anonymous

πολιαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολιαίνομαι:''' ([[πολιός]]), Παθ., [[γίνομαι]] [[λευκός]], λευκαίνομαι, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολιαίνομαι:''' ([[πολιός]]), Παθ., [[γίνομαι]] [[λευκός]], λευκαίνομαι, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολιαίνομαι:''' покрываться седой (белой) пеной, пениться ([[θάλασσα]] πολιαινομένη Aesch.).
}}
}}