Anonymous

ἐπίφλεβος: Difference between revisions

From LSJ
2
(14)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίφλεβος]], -ον (Α)<br />αυτός που οι φλέβες του προεξέχουν από την [[επιφάνεια]] του δέρματος («ἔσω δ’ [[ἄλλο]] [[μόριον]] σταφυλοφόρον, [[κίων]] [[ἐπίφλεβος]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>φλεψ</i> «[[φλέβα]]»].
|mltxt=[[ἐπίφλεβος]], -ον (Α)<br />αυτός που οι φλέβες του προεξέχουν από την [[επιφάνεια]] του δέρματος («ἔσω δ’ [[ἄλλο]] [[μόριον]] σταφυλοφόρον, [[κίων]] [[ἐπίφλεβος]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>φλεψ</i> «[[φλέβα]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίφλεβος:''' с выступающими наружу жилами, жилистый Arst.
}}
}}