Anonymous

αἰόλλω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰόλλω:''' ([[αἰόλος]]), μόνο σε ενεστ., [[κινώ]] [[κάτι]] με [[ταχύτητα]] [[μπρος]] [[πίσω]], [[στρέφω]] [[κάτι]] [[παντοιοτρόπως]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., [[αλλάζω]] [[χρώμα]], λέγεται για σταφύλια, <i>ὄμφακες αἰόλλονται</i>, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''αἰόλλω:''' ([[αἰόλος]]), μόνο σε ενεστ., [[κινώ]] [[κάτι]] με [[ταχύτητα]] [[μπρος]] [[πίσω]], [[στρέφω]] [[κάτι]] [[παντοιοτρόπως]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., [[αλλάζω]] [[χρώμα]], λέγεται για σταφύλια, <i>ὄμφακες αἰόλλονται</i>, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰόλλω:''' <b class="num">1)</b> поворачивать (на огне), обжаривать (γαστέρα [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. становиться пестрым, окрашиваться (ὄμφακες αἰόλλονται Hes.).
}}
}}