3,274,306
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φύρᾱμα:''' [ῦ], -ατος, τό, αυτό που είναι ανακατεμένο και ζυμωμένο, [[ζυμάρι]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''φύρᾱμα:''' [ῦ], -ατος, τό, αυτό που είναι ανακατεμένο και ζυμωμένο, [[ζυμάρι]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φύρᾱμα:''' ατος (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> тесто Arst.: μικρὰ [[ζύμη]] [[ὅλον]] τὸ φ. ζυμοῖ погов. NT малая закваска квасит все тесто;<br /><b class="num">2)</b> смесь (ἀέρος καὶ [[πυρός]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> pl. замазка, известка или цемент (φυράματα καὶ λίθοι Plut.). | |||
}} | }} |