Anonymous

φύραμα: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φύρᾱμα:''' [ῦ], -ατος, τό, αυτό που είναι ανακατεμένο και ζυμωμένο, [[ζυμάρι]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''φύρᾱμα:''' [ῦ], -ατος, τό, αυτό που είναι ανακατεμένο και ζυμωμένο, [[ζυμάρι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''φύρᾱμα:''' ατος (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> тесто Arst.: μικρὰ [[ζύμη]] [[ὅλον]] τὸ φ. ζυμοῖ погов. NT малая закваска квасит все тесто;<br /><b class="num">2)</b> смесь (ἀέρος καὶ [[πυρός]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> pl. замазка, известка или цемент (φυράματα καὶ λίθοι Plut.).
}}
}}