Anonymous

ἐρεύθω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρεύθω:''' απαρ. αορ. αʹ [[ἐρεῦσαι]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] κόκκινο, [[βάφω]] κόκκινο, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], [[ροδίζω]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐρεύθω:''' απαρ. αορ. αʹ [[ἐρεῦσαι]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] κόκκινο, [[βάφω]] κόκκινο, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], [[ροδίζω]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρεύθω:''' делать красным, обагрять (αἵματι γαῖαν Hom.); pass. быть обагренным (ἐρευθόμενοι βωμοί Theocr.).
}}
}}