Anonymous

κακέμφατος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[κακέμφατος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για λόγους) αυτός που προξενεί κακή [[εντύπωση]], αυτός που έχει αισχρή [[σημασία]], [[άσεμνος]], [[απρεπής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κακέμφατο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[χρήση]] λέξεων ή συλλαβών στον λόγο από τις οποίες ή από την [[συνεκφορά]] τών οποίων προκύπτει αισχρή, άτοπη ή διφορούμενη [[έννοια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κακόηχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>έμφατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐμφαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>έμφατος</i>, <i>απαρ</i>-<i>έμφατο</i>(<i>ς</i>)].
|mltxt=-ο (AM [[κακέμφατος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για λόγους) αυτός που προξενεί κακή [[εντύπωση]], αυτός που έχει αισχρή [[σημασία]], [[άσεμνος]], [[απρεπής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κακέμφατο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[χρήση]] λέξεων ή συλλαβών στον λόγο από τις οποίες ή από την [[συνεκφορά]] τών οποίων προκύπτει αισχρή, άτοπη ή διφορούμενη [[έννοια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κακόηχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>έμφατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐμφαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>έμφατος</i>, <i>απαρ</i>-<i>έμφατο</i>(<i>ς</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκέμφᾰτος:''' нехорошо звучащий, непристойный, вульгарный Quint.
}}
}}