Anonymous

χαλκεύς: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκεύς:''' -έως, ὁ, πληθ. <i>χαλκεῖς</i>, Αττ. <i>-ῆς</i>, Επικ. <i>-ῆες</i>, αιτ. <i>χαλκέας</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που εργάζεται με χαλκό, [[χαλκουργός]], αντίθ. προς το [[τέκτων]] ([[ξυλουργός]]), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που εργάζεται με μέταλλα, [[μεταλλουργός]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''χαλκεύς:''' -έως, ὁ, πληθ. <i>χαλκεῖς</i>, Αττ. <i>-ῆς</i>, Επικ. <i>-ῆες</i>, αιτ. <i>χαλκέας</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που εργάζεται με χαλκό, [[χαλκουργός]], αντίθ. προς το [[τέκτων]] ([[ξυλουργός]]), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που εργάζεται με μέταλλα, [[μεταλλουργός]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκεύς:''' έως ὁ<br /><b class="num">1)</b> медник Hom.;<br /><b class="num">2)</b> ( = [[χρυσοχόος]]) золотых дел мастер Hom.;<br /><b class="num">3)</b> железных дел мастер, кузнец Hom. etc.;<br /><b class="num">4)</b> солнечник (морская рыба) Arst.
}}
}}