3,274,399
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θράσος:''' [ᾰ], -εος, τό ([[θρασύς]])·<br /><b class="num">I.</b> = [[θάρσος]], [[κουράγιο]], [[τόλμη]], [[σθένος]], [[θάρρος]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· [[θράσος]] ἰσχύος, [[πεποίθηση]], [[πίστη]] στη [[δύναμη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], υπερβολικό [[θάρρος]], [[αυθάδεια]], [[θρασύτητα]], [[ορμητικότητα]], απερίσκεπτη [[τόλμη]], [[αναίδεια]], σε Αττ., Ηρόδ. | |lsmtext='''θράσος:''' [ᾰ], -εος, τό ([[θρασύς]])·<br /><b class="num">I.</b> = [[θάρσος]], [[κουράγιο]], [[τόλμη]], [[σθένος]], [[θάρρος]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· [[θράσος]] ἰσχύος, [[πεποίθηση]], [[πίστη]] στη [[δύναμη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], υπερβολικό [[θάρρος]], [[αυθάδεια]], [[θρασύτητα]], [[ορμητικότητα]], απερίσκεπτη [[τόλμη]], [[αναίδεια]], σε Αττ., Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θράσος:''' εος (ᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> храбрость, отвага ([[ἀνδρία]] δύναμιν ἔχουσα θ. ἐστίν Arst.): θ. πολέμων Pind. воинская храбрость; θ. ἰσχύος Soph. смелая уверенность в своих силах;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. дерзость, наглость (αἰδὼς [[μᾶλλον]] ἢ θ. Arst.): προβαίνειν ἐπ᾽ [[ἔσχατον]] θράσους Soph. дойти до крайней дерзости; [[ἐγώ]] σε παύσω τοῦ θράσους Arph. я отучу тебя от наглости. | |||
}} | }} |