Anonymous

ἀποφεύγω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]] και <i>-οῦμαι</i>, παρακ. <i>-πέφευγα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ξεφεύγω]] από, [[διαφεύγω]], με αιτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., [[σώος]], [[διαφεύγω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[νομικός]] όρος, απαλλάσσομαι από κάποιον, <i>τοὺς διώκοντας</i>, στον ίδ., Αττ.· επίσης, [[ἀποφεύγω]] [[δίκην]], σε Αριστοφ., Δημ.· απόλ., απαλλάσσομαι, αθωώνομαι, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]] και <i>-οῦμαι</i>, παρακ. <i>-πέφευγα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ξεφεύγω]] από, [[διαφεύγω]], με αιτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., [[σώος]], [[διαφεύγω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[νομικός]] όρος, απαλλάσσομαι από κάποιον, <i>τοὺς διώκοντας</i>, στον ίδ., Αττ.· επίσης, [[ἀποφεύγω]] [[δίκην]], σε Αριστοφ., Δημ.· απόλ., απαλλάσσομαι, αθωώνομαι, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποφεύγω:''' (fut. ἀποφεύξομαι - Arph. ἀποφευξοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> убегать, бежать (εἰς τόπον Thuc.; ἐκ τόπου Xen.);<br /><b class="num">2)</b> избегать, ускользать, избавляться (τι Batr., Pind., Her., Soph., Plat., Dem., Plut. и τινος NT);<br /><b class="num">3)</b> юр. (тж. ἀ. τὴν [[δίκην]] Arph., Dem.) избавляться от наказания, быть (по суду) оправданным Her., Arph., Plat.
}}
}}