3,274,216
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λογιστικός:''' -ή, -όν·<br /><b class="num">I.</b> [[επιτήδειος]] ή [[έμπειρος]], [[ικανός]] στους υπολογισμούς, σε Ξεν., Πλάτ.· <i>ἡ λογιστική</i> (ενν. [[τέχνη]]), πρακτική αριθμητική, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προικισμένος]] με [[λογική]], [[έλλογος]], σε Αριστ.· <i>τὸ λογιστικόν</i>, η [[δύναμη]] του συλλογίζεσθαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί το [[λογικό]] του, [[λογικός]], σε Ξεν. | |lsmtext='''λογιστικός:''' -ή, -όν·<br /><b class="num">I.</b> [[επιτήδειος]] ή [[έμπειρος]], [[ικανός]] στους υπολογισμούς, σε Ξεν., Πλάτ.· <i>ἡ λογιστική</i> (ενν. [[τέχνη]]), πρακτική αριθμητική, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προικισμένος]] με [[λογική]], [[έλλογος]], σε Αριστ.· <i>τὸ λογιστικόν</i>, η [[δύναμη]] του συλλογίζεσθαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί το [[λογικό]] του, [[λογικός]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λογιστικός:''' <b class="num">1)</b> счетный Plat., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> сильный в искусстве счета ([[ἄνθρωπος]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> одаренный разумом, разумный ([[ζῷον]], τὸ [[μέρος]] τῆς ψυχῆς Arst.);<br /><b class="num">4)</b> правильно рассуждающий, (благо)разумный, рассудительный (οὐ λ. οὐδὲ [[φρόνιμος]] Xen.). | |||
}} | }} |