Anonymous

λάμπω: Difference between revisions

From LSJ
885 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λάμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. <i>ἔλαμψα</i>, παρακ. <i>λέλαμπα</i> (με [[σημασία]] ενεστ.) — Μέσ., μέλ. [[λάμψομαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]] φως, [[ακτινοβολώ]], είμαι [[λαμπρός]], είμαι [[φωτεινός]], λέγεται για τη [[λάμψη]] των όπλων, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα μάτια, στο ίδ.· λέγεται για τη [[φωτιά]], σε Σοφ. — Μέσ. ή Παθ., λαμπομένης [[κόρυθος]], σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον ήχο, είμαι [[ευκρινής]], ηχώ [[καθαρά]], ξεκάθαρα, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[εκλάμπω]], είμαι [[περίφημος]] ή [[επιφανής]], σε Αισχύλ., Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, <i>φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ</i>, με λαμπρό [[πρόσωπο]], σε Αριστοφ.· [[λάμπω]], δοξάζομαι, φημίζομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[φωτίζω]], κάνω [[κάτι]] να λάμπει, σε Ευρ., Ανθ.
|lsmtext='''λάμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. <i>ἔλαμψα</i>, παρακ. <i>λέλαμπα</i> (με [[σημασία]] ενεστ.) — Μέσ., μέλ. [[λάμψομαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]] φως, [[ακτινοβολώ]], είμαι [[λαμπρός]], είμαι [[φωτεινός]], λέγεται για τη [[λάμψη]] των όπλων, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα μάτια, στο ίδ.· λέγεται για τη [[φωτιά]], σε Σοφ. — Μέσ. ή Παθ., λαμπομένης [[κόρυθος]], σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον ήχο, είμαι [[ευκρινής]], ηχώ [[καθαρά]], ξεκάθαρα, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[εκλάμπω]], είμαι [[περίφημος]] ή [[επιφανής]], σε Αισχύλ., Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, <i>φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ</i>, με λαμπρό [[πρόσωπο]], σε Αριστοφ.· [[λάμπω]], δοξάζομαι, φημίζομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[φωτίζω]], κάνω [[κάτι]] να λάμπει, σε Ευρ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λάμπω:''' <b class="num">1)</b> светить (λαμψάτω τὸ [[φῶς]] NT);<br /><b class="num">2)</b> блистать, сверкать (χαλκῷ, ὡς [[στεροπή]] Hom.): ὀφθαλμὼ οἱ πυρὶ λάμπετον Hom. глаза у него сверкают огнем;<br /><b class="num">3)</b> ясно звучать, громко раздаваться (παιὰν λάμπει Soph.);<br /><b class="num">4)</b> перен. сиять, блистать (λάμποντι μετώπῳ Arph.; [[δίκα]] λάμπει ἐν δυσκάπνοις δώμασιν Aesch.);<br /><b class="num">5)</b> выделяться (ἐν ἄλλοις Theocr.);<br /><b class="num">6)</b> возжигать ([[φέγγος]] Anth.);<br /><b class="num">7)</b> (о сиянии) испускать (πυρὸς [[σέλας]] Eur.).
}}
}}