Anonymous

ὑπεκλύω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκλύω:''' μέλ. <i>-λύσω</i>, [[χαλαρώνω]] ή [[εξασθενώ]], [[αδυνατίζω]] σταδιακά, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ὑπεκλύω:''' μέλ. <i>-λύσω</i>, [[χαλαρώνω]] ή [[εξασθενώ]], [[αδυνατίζω]] σταδιακά, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκλύω:''' (исподволь или несколько) ослаблять, подрывать (τὴν γνώμην τινός Plut.): ἡ ὑπεκλυομένη [[ταραχή]] Sext. полное расстройство.
}}
}}