Anonymous

ὑγίεια: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑγίειᾰ:''' [ῠ], ἡ και [[ενίοτε]] ὑγιείᾱ, ([[ὑγιής]]),<br /><b class="num">1.</b> [[υγεία]], [[ευεξία]] σώματος, Λατ. [[salus]], σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ. <i>ὑγίειαι</i>, υγιεινές συνθήκες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το νου, [[ὑγίεια]] φρενῶν, νοητική [[υγεία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὑγίειᾰ:''' [ῠ], ἡ και [[ενίοτε]] ὑγιείᾱ, ([[ὑγιής]]),<br /><b class="num">1.</b> [[υγεία]], [[ευεξία]] σώματος, Λατ. [[salus]], σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ. <i>ὑγίειαι</i>, υγιεινές συνθήκες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το νου, [[ὑγίεια]] φρενῶν, νοητική [[υγεία]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑγίεια:''' и [[ὑγεία]], редко ὑγιεία, ион. [[ὑγιείη]] и [[ὑγείη]] (ῠ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> здоровье (Her., Pind.; ἡ περὶ τὸ [[σῶμα]] ὑ. Isocr.): ὑ. φρενῶν Aesch. здравый смысл; ὑγίεαι καὶ εὐεξίαι Plat. здоровье и благосостояние;<br /><b class="num">2)</b> исцеление, выздоровление (πάσης νόσου Men.).
}}
}}