3,274,246
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαφέρω:''' μέλ. <i>-[[οίσω]]</i> και <i>-οίσομαι</i>, αόρ. αʹ. <i>-ήνεγκα</i>, Ιων. <i>-ήνεικα</i>, αόρ. βʹ. <i>-ήνεγκον</i>, παρακ. <i>-ενήνοχα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεταφέρω]] από πάνω ή [[απέναντι]], δ. [[ναῦς]] τὸν Ἰσθμόν, σε Θουκ.· [[μεταφέρω]], [[μεταδίδω]], [[μεταβιβάζω]] από τον ένα στον [[άλλο]], <i>κηρύγματα</i>, σε Ευρ.· μεταφ., <i>γλῶσσαν διοίσει</i>, θα θέσει τη [[γλώσσα]] του σε [[κίνηση]], θα μιλήσει, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, <i>δ. τὸν αἰῶνα</i>, <i>τὸν βίον</i>, περνώ, [[διέρχομαι]] τη [[ζωή]], σε Ηρόδ., Ευρ.· απόλ., [[ἄπαις]] διοίσει, στον ίδ. — στη Μέσ., <i>διοίσεται</i>, θα περάσει, θα ζήσει τη [[ζωή]] του, σε Σοφ.· <i>σκοπούμενος διοίσει</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[φέρω]] διαμέσου, [[φέρω]] ως το [[τέλος]], <i>σκῆπτρα</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[αντέχω]] ως το [[τέλος]], [[βαστώ]], [[υποφέρω]], [[αντέχω]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], <i>πόλεμον</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μεταφέρω]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, [[διασκορπίζω]] ή [[αναζητώ]], [[ψάχνω]].<br /><b class="num">2.</b> [[διαδίδω]], [[εξαπλώνω]] [[ολόγυρα]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[σχίζω]] στα δυο, [[τεμαχίζω]], Λατ. differre, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> <i>δ. τὴν ψῆφον</i>, [[προσδίδω]] διαφορετική [[σημασία]] στη ψήφο μου, δηλ. την [[καταμετρώ]] [[εναντίον]] του άλλου, σε Ηρόδ.· επίσης απλά, ο [[καθένας]] δίνει τη ψήφο του, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ., [[διαφέρω]], είμαι [[διαφορετικός]], [[ανόμοιος]], σε Πίνδ., Ευρ.· με γεν., είμαι [[διαφορετικός]] από, στον ίδ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>διαφέρει</i>, διαφέρει, έχει, παρουσιάζει [[διαφορά]], <i>πλεῖστον δ</i>., Λατ. [[multum]] [[interest]], <i>βραχὺ δ</i>., διαφέρει λίγο, σε Ευρ.· [[οὐδέν]] διαφέρει, σε Πλάτ.· με δοτ. προσ., <i>διαφέρει μοι</i>, κάνει τη [[διαφορά]] για μένα, με ενδιαφέρει, στον ίδ.· [[αὐτῷ]] [[ἰδίᾳ]] τι δ., διακινδυνεύει κάποιο ιδιωτικό [[συμφέρον]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὸ δ</i>., <i>τὰ διαφέροντα</i>, [[διαφορά]], πιθανότητες, στον ίδ. κ.λπ.· [[αλλά]] <i>τὰ δ</i>. επίσης [[απλώς]], [[σημεία]], χαρακτηριστικά της διαφοράς, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> είμαι [[διαφορετικός]] από κάποιον, δηλ. τον [[ξεπερνώ]], [[υπερέχω]] [[αυτού]]· με γεν., στον ίδ., σε Πλάτ.· με συγκρ. [[σημασία]], διέφερεν [[ἀλέξασθαι]] ἤ..., ήταν καλύτερο να υπερασπιστεί τον εαυτό του από..., σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> [[επικρατώ]], [[κυριαρχώ]], [[υπερισχύω]], λέγεται για [[πεποίθηση]], [[αντίληψη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> Παθ., [[διαφέρω]], βρίσκομαι σε [[διαφορά]], [[συγκρούομαι]], <i>περίτινος</i>, σε Ηρόδ.· τινὶ [[περί]] τινος, σε Θουκ.· <i>οὐ διαφέρομαι = οὔ μοι διαφέρει</i>, σε Δημ. | |lsmtext='''διαφέρω:''' μέλ. <i>-[[οίσω]]</i> και <i>-οίσομαι</i>, αόρ. αʹ. <i>-ήνεγκα</i>, Ιων. <i>-ήνεικα</i>, αόρ. βʹ. <i>-ήνεγκον</i>, παρακ. <i>-ενήνοχα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεταφέρω]] από πάνω ή [[απέναντι]], δ. [[ναῦς]] τὸν Ἰσθμόν, σε Θουκ.· [[μεταφέρω]], [[μεταδίδω]], [[μεταβιβάζω]] από τον ένα στον [[άλλο]], <i>κηρύγματα</i>, σε Ευρ.· μεταφ., <i>γλῶσσαν διοίσει</i>, θα θέσει τη [[γλώσσα]] του σε [[κίνηση]], θα μιλήσει, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, <i>δ. τὸν αἰῶνα</i>, <i>τὸν βίον</i>, περνώ, [[διέρχομαι]] τη [[ζωή]], σε Ηρόδ., Ευρ.· απόλ., [[ἄπαις]] διοίσει, στον ίδ. — στη Μέσ., <i>διοίσεται</i>, θα περάσει, θα ζήσει τη [[ζωή]] του, σε Σοφ.· <i>σκοπούμενος διοίσει</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[φέρω]] διαμέσου, [[φέρω]] ως το [[τέλος]], <i>σκῆπτρα</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[αντέχω]] ως το [[τέλος]], [[βαστώ]], [[υποφέρω]], [[αντέχω]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], <i>πόλεμον</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μεταφέρω]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, [[διασκορπίζω]] ή [[αναζητώ]], [[ψάχνω]].<br /><b class="num">2.</b> [[διαδίδω]], [[εξαπλώνω]] [[ολόγυρα]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[σχίζω]] στα δυο, [[τεμαχίζω]], Λατ. differre, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> <i>δ. τὴν ψῆφον</i>, [[προσδίδω]] διαφορετική [[σημασία]] στη ψήφο μου, δηλ. την [[καταμετρώ]] [[εναντίον]] του άλλου, σε Ηρόδ.· επίσης απλά, ο [[καθένας]] δίνει τη ψήφο του, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ., [[διαφέρω]], είμαι [[διαφορετικός]], [[ανόμοιος]], σε Πίνδ., Ευρ.· με γεν., είμαι [[διαφορετικός]] από, στον ίδ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>διαφέρει</i>, διαφέρει, έχει, παρουσιάζει [[διαφορά]], <i>πλεῖστον δ</i>., Λατ. [[multum]] [[interest]], <i>βραχὺ δ</i>., διαφέρει λίγο, σε Ευρ.· [[οὐδέν]] διαφέρει, σε Πλάτ.· με δοτ. προσ., <i>διαφέρει μοι</i>, κάνει τη [[διαφορά]] για μένα, με ενδιαφέρει, στον ίδ.· [[αὐτῷ]] [[ἰδίᾳ]] τι δ., διακινδυνεύει κάποιο ιδιωτικό [[συμφέρον]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὸ δ</i>., <i>τὰ διαφέροντα</i>, [[διαφορά]], πιθανότητες, στον ίδ. κ.λπ.· [[αλλά]] <i>τὰ δ</i>. επίσης [[απλώς]], [[σημεία]], χαρακτηριστικά της διαφοράς, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> είμαι [[διαφορετικός]] από κάποιον, δηλ. τον [[ξεπερνώ]], [[υπερέχω]] [[αυτού]]· με γεν., στον ίδ., σε Πλάτ.· με συγκρ. [[σημασία]], διέφερεν [[ἀλέξασθαι]] ἤ..., ήταν καλύτερο να υπερασπιστεί τον εαυτό του από..., σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> [[επικρατώ]], [[κυριαρχώ]], [[υπερισχύω]], λέγεται για [[πεποίθηση]], [[αντίληψη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> Παθ., [[διαφέρω]], βρίσκομαι σε [[διαφορά]], [[συγκρούομαι]], <i>περίτινος</i>, σε Ηρόδ.· τινὶ [[περί]] τινος, σε Θουκ.· <i>οὐ διαφέρομαι = οὔ μοι διαφέρει</i>, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαφέρω:''' (fut. [[διοίσω]], aor. 1 [[διήνεγκα]] - ион. διήνεικα, aor. 2 διήνεγκον: aor. pass. διηνέχθην)<br /><b class="num">1)</b> носить в разные стороны (σκῆπτρα Eur.; [[καθάπερ]] ἐν κλύδωνι Plut.): ἐπὶ λεπτοῦ ναυαγίου διαφέρεσθαι Plut. носиться (по морю) на тонком обломке разбитого корабля;<br /><b class="num">2)</b> разносить, раскладывать, распределять (ἕκαστα εἰς τὰς χώρας τὰς προσηκούσας Xen.);<br /><b class="num">3)</b> переносить, переводить (τὸν Ἰσθμὸν τὰς ἡμισείας τῶν [[νεῶν]] Thuc.): ἔστησαν ὀρθαὶ καὶ διήνεγκαν κόρας Eur. они встали и огляделись вокруг;<br /><b class="num">4)</b> разносить, распространять (κηρύγματα Eur.; ἀγγελίας Luc.; [[φήμη]] τις διηνέχθη περί τινος Plut.); широко прославлять (τινά Pind.);<br /><b class="num">5)</b> разбрасывать, рассеивать: φυγῇ διαφέρεσθαι δι᾽ [[ἀλλήλων]] Plut. разбегаться в разные стороны;<br /><b class="num">6)</b> носить, вынашивать (γαστρὸς ὄγκον Eur.): διενέγκασα καὶ [[τεκοῦσα]] Xen. выносившая и родившая (ребенка);<br /><b class="num">7)</b> перевозить, доставлять (τὸ [[ἤλεκτρον]] εἰς τοὺς Ἓλληνας Arst.);<br /><b class="num">8)</b> вносить, подавать (ψῆφον Eur., Xen., Aeschin., Dem., Plut.); ψῆφον φανερὰν [[διενεγκεῖν]] Thuc. открыто проголосовать;<br /><b class="num">9)</b> переносить, терпеть, сносить (ῥᾷστά τι Soph.; [[ἀργῶς]] τὴν φυγήν Plut.);<br /><b class="num">10)</b> (о времени) вести, проводить (τὸν αἰῶνα Hom.): θεοὺς σέβων βίον διήνεγκε Eur. он прожил свою жизнь благочестиво; δ. τὸν πόλεμον Her. вести затяжную войну (ср. 12); τὴν νύκτα κλαίων διήνεγκε Plut. он провел ночь в слезах;<br /><b class="num">11)</b> существовать, жить: [[ἄπαις]] διοίσει Eur. он останется бездетным;<br /><b class="num">12)</b> вести до конца, заканчивать: πόλεμον διενείκας Her. закончив войну (ср. 10);<br /><b class="num">13)</b> переворачивать, опрокидывать (πάντ᾽ [[ἄνω]] τε καὶ [[κάτω]] Eur.);<br /><b class="num">14)</b> волновать, смущать, тревожить (διαλγὴς ἄτα διαφέρει τὸν [[αἴτιον]] Aesch.; δ. τὰς ψυχὰς πράγμασι καὶ φροντίσι Plut.): pass. волноваться, колебаться: πολλὰ διενεχθεὶς τῇ γνώμῃ (тж. τῷ λογισμῷ и τοῖς λογισμοῖς) Plut. долго не зная, какое принять решение;<br /><b class="num">15)</b> отличаться, разниться (τινί τινος Plat.): δ. τινός Eur., Xen., Arph., τινί Xen., Plat., τι, πρός τι и [[κατά]] τι Arst., εἴς τι Xen. и ἔν τινι Xen., Dem.; отличаться чем-л. (в чем)-л.; δ. ταῖς ἀντικειμέναις διαφοραῖς или δ. [[ἐναντίως]] Arst. отличаться противоположными свойствами;<br /><b class="num">16)</b> выгодно отличаться, превосходить (τινός τι Aeschin., Luc., τινά τινι Polyb., Diod., τινί τινος Plut., τινί Thuc., Aeschin., Polyb., Plut., εἴς τι Xen., Plat., ἐπί τινι Xen., ἔν τινι Isocr., πρός τι Aeschin. и [[κατά]] τι Xen.): ἱμάτια διαφέροντα Plat. отличные одежды; πολὺ διέφερεν [[ἀλέξασθαι]] ἢ μάχεσθαι Xen. было гораздо выгоднее вести оборону, чем принять открытый бой; πεπραχέναι διαφέρον τι Polyb. совершить нечто особенное, отличиться;<br /><b class="num">17)</b> med. (aor. διηνέχθην) (тж. δ. ταῖς γνώμαις Polyb.) расходиться во мнениях (ἀλλήλοις Plat. и πρὸς ἀλλήλους Lys., Polyb.; περί τινος Her., Arph., Plat., [[ἀμφί]] τινος и ἔν τινι Xen.): τὰ διαφέροντα Thuc. спорные вопросы;<br /><b class="num">18)</b> преимущ. impers. быть важным, иметь значение ([[τοῦτο]] διέφερε τοῖς Θηβαίοις Polyb.): τὰ διαφέροντα (πράγματα) Thuc., Lys., Isae., Plut.; важные вопросы; [[ἰδίᾳ]] τι [[αὐτῷ]] διαφέρει Thuc. это представляет для него личный интерес; οὔ τί οἱ διέφερε ἀποθανέειν Her. он относился равнодушно к смерти. | |||
}} | }} |