Anonymous

συσχηματίζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συσχημᾰτίζω:''' [[σχηματίζω]] [[κάτι]] σύμφωνα με κάποιο [[άλλο]], συνδιαμορφώνω, [[συμμορφώνω]], τι [[πρός]] τι, σε Αριστ. — Παθ., συμμορφώνομαι, [[ακολουθώ]] το [[παράδειγμα]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συσχημᾰτίζω:''' [[σχηματίζω]] [[κάτι]] σύμφωνα με κάποιο [[άλλο]], συνδιαμορφώνω, [[συμμορφώνω]], τι [[πρός]] τι, σε Αριστ. — Παθ., συμμορφώνομαι, [[ακολουθώ]] το [[παράδειγμα]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''συσχημᾰτίζω:''' сообразовывать, приспособлять, приводить в связь (τι πρός τι Arst., Plut. и τινί NT): συσχηματίζεσθαι πρός τινα ἐν φιλίᾳ Plut. жить с кем-л. в дружбе; [[ζηλωτής]] τινος συσχηματισθείς Plut. став на чью-л. сторону, т. е. заступившись за кого-л.; συσχηματίζεσθαι ἀλλήλοις Sext. (о небесных светилах) находиться в определенном положении друг к другу.
}}
}}