3,274,313
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νομεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[οδηγώ]] στη [[βοσκή]], [[βόσκω]] (Ενεργ., λέγεται για ποιμένα), [[οδηγώ]] στους αγρούς, σε Ομήρ. Οδ. — στην Παθ., λέγεται για κοπάδια, οδηγούμαι στη [[βοσκή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> <i>βουσὶ νομοὺς νομεύσομεν</i>, κατατρώμε τα χόρτα της βοσκής μαζί με τα βόδια, Λατ. depascere, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., είμαι [[βοσκός]], [[φροντίζω]] κοπάδια, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''νομεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[οδηγώ]] στη [[βοσκή]], [[βόσκω]] (Ενεργ., λέγεται για ποιμένα), [[οδηγώ]] στους αγρούς, σε Ομήρ. Οδ. — στην Παθ., λέγεται για κοπάδια, οδηγούμαι στη [[βοσκή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> <i>βουσὶ νομοὺς νομεύσομεν</i>, κατατρώμε τα χόρτα της βοσκής μαζί με τα βόδια, Λατ. depascere, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., είμαι [[βοσκός]], [[φροντίζω]] κοπάδια, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νομεύω:''' <b class="num">1)</b> пасти (μῆλα Hom.; ἀγέλην Plat.): (ἀγέλαι), ὁπόσαι νομεύονται Plat. пасущиеся стада;<br /><b class="num">2)</b> использовать в качестве пастбища, скармливать, стравливать (βουσὶ νομούς HH);<br /><b class="num">3)</b> пасти стада, быть пастухом Theocr. | |||
}} | }} |