Anonymous

κινδυνεύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> — Παθ., μέλ. <i>κινδυνευθήσομαι</i> ή <i>κεκινδυνεύσομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[τολμηρός]], [[πραγματοποιώ]] [[εγχείρημα]], «[[παίρνω]] [[ρίσκο]]», κάνω [[κάτι]] θαραλλέο, τολμηρό, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· βρίσκομαι σε κίνδυνο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό για την [[αναφορά]] του οποίου, ο [[κίνδυνος]] εκφέρεται με δοτ.· <i>κ. τῷ σώματι</i>, <i>τῇ ψυχῇ</i>, σε Ηρόδ.· <i>κ. πάσῃ τῇ Ἑλλάδι</i>, [[κινδυνεύω]] με όλη την [[Ελλάδα]], δηλ. βάζοντάς την ολόκληρη σε κίνδυνο, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>κ. περὶ τῆς ψυχῆς</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με σύστ. αντ., [[διακινδυνεύω]], [[ριψοκινδυνεύω]], [[κινδύνευμα]], σε Πλάτ.· <i>μάχην</i>, σε Αισχίν. — Παθ., διακινδυνεύομαι ή τίθεμαι σε κίνδυνο, <i>μεταβολὴ κινδυνεύεται</i>, υπάρχει [[κίνδυνος]] μεταβολής, σε Θουκ.· <i>τὰ μέγιστα κινδυνεύεται</i>, βρίσκονται σε κίνδυνο, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[διατρέχω]] τον κίνδυνο του να κάνω ή να είμαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[έπειτα]], υπονοώντας [[δυνατότητα]] επιτυχίας, [[κινδυνεύω]] (με απαρ.), χρησιμοποιείται για να εκφράσει αυτό που είναι πιθανό ή ενδεχόμενο να συμβεί, κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι γόητες [[εἶναι]], διατρέχουν τον κίνδυνο να θεωρηθούν θαυματοποιοί, σε Ηρόδ.· κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς [[εἶναι]], θα έχεις την [[ευκαιρία]] να αποδείξεις την αξία [[σου]], σε Ξεν.· <i>κινδυνεύει ἀγαθὸν γεγονέναι</i>, είναι [[πολύ]] πιθανό να αποδειχθεί καλό, σε Πλάτ.· [[έπειτα]] απρόσ., <i>κινδυνεύει</i>, είναι πιθανό, ενδεχόμενο, δυνατό, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> Παθ., διακινδυνεύομαι, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, σε Θουκ., Δημ.
|lsmtext='''κινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> — Παθ., μέλ. <i>κινδυνευθήσομαι</i> ή <i>κεκινδυνεύσομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[τολμηρός]], [[πραγματοποιώ]] [[εγχείρημα]], «[[παίρνω]] [[ρίσκο]]», κάνω [[κάτι]] θαραλλέο, τολμηρό, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· βρίσκομαι σε κίνδυνο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό για την [[αναφορά]] του οποίου, ο [[κίνδυνος]] εκφέρεται με δοτ.· <i>κ. τῷ σώματι</i>, <i>τῇ ψυχῇ</i>, σε Ηρόδ.· <i>κ. πάσῃ τῇ Ἑλλάδι</i>, [[κινδυνεύω]] με όλη την [[Ελλάδα]], δηλ. βάζοντάς την ολόκληρη σε κίνδυνο, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>κ. περὶ τῆς ψυχῆς</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με σύστ. αντ., [[διακινδυνεύω]], [[ριψοκινδυνεύω]], [[κινδύνευμα]], σε Πλάτ.· <i>μάχην</i>, σε Αισχίν. — Παθ., διακινδυνεύομαι ή τίθεμαι σε κίνδυνο, <i>μεταβολὴ κινδυνεύεται</i>, υπάρχει [[κίνδυνος]] μεταβολής, σε Θουκ.· <i>τὰ μέγιστα κινδυνεύεται</i>, βρίσκονται σε κίνδυνο, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[διατρέχω]] τον κίνδυνο του να κάνω ή να είμαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[έπειτα]], υπονοώντας [[δυνατότητα]] επιτυχίας, [[κινδυνεύω]] (με απαρ.), χρησιμοποιείται για να εκφράσει αυτό που είναι πιθανό ή ενδεχόμενο να συμβεί, κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι γόητες [[εἶναι]], διατρέχουν τον κίνδυνο να θεωρηθούν θαυματοποιοί, σε Ηρόδ.· κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς [[εἶναι]], θα έχεις την [[ευκαιρία]] να αποδείξεις την αξία [[σου]], σε Ξεν.· <i>κινδυνεύει ἀγαθὸν γεγονέναι</i>, είναι [[πολύ]] πιθανό να αποδειχθεί καλό, σε Πλάτ.· [[έπειτα]] απρόσ., <i>κινδυνεύει</i>, είναι πιθανό, ενδεχόμενο, δυνατό, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> Παθ., διακινδυνεύομαι, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, σε Θουκ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''κινδῡνεύω:''' <b class="num">1)</b> (тж. κ. [[κινδύνευμα]] Plat.) находиться в опасности, подвергаться опасности (τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ Her., περὶ τοῦ βίου Arph. и τῷ βίῳ Polyb.; [[ἀπολέσθαι]] Her. и ἀποθανεῖν Plut.): πάντας κινδύνους κ. Plat. идти на всяческие опасности; [[ὑπὲρ]] τῶν μεγίστων καὶ καλλίστων κ. Lys. самоотверженно бороться за величайшие и прекраснейшие блага; τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος Thuc. так как место оказалось в опасности; τὰ [[μέγιστα]] κινδυνεύεται τῇ πόλει Dem. город в величайшей опасности; κινδυνεύει ἐγκαλεῖσθαι στάσεως NT ему угрожает обвинение в мятеже;<br /><b class="num">2)</b> отваживаться, рисковать: περὶ αἰσχύνης κ. Lys. рисковать навлечь на себя позор; κ. περὶ τοῖς φιλτάτοις Plat. рисковать самым ценным; κ. ψευδομαρτυρίαν Dem. отважиться на лжесвидетельство;<br /><b class="num">3)</b> идти в бой, сражаться (πρὸς τοὺς πολεμίους, ἐφ᾽ ἵππου Xen.);<br /><b class="num">4)</b> (в сдержанных утверждениях) иметь вид, казаться, быть возможным (κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν Plat.): κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι Xen. у тебя будет возможность показать свою порядочность; κινδυνεύει impers. Plat., Plut. возможно, как будто, пожалуй.
}}
}}