Anonymous

ἐνσκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνσκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ντύνομαι, φορώ [[ένδυμα]], σε Πλούτ.· <i>Ἡρακλέα 'νεσκεύασα</i>, σε μεταμφίεσα σε Ηρακλή, σε έντυσα όπως εκείνον, σε Αριστοφ. — Μέσ., ντύνομαι, στολίζομαι, μεταμφιέζομαι με άλλα ρούχα, στον ίδ.· εξοπλίζομαι, σε Ξεν. — Παθ., είμαι εξοπλισμένος, εφοδιασμένος, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐνσκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ντύνομαι, φορώ [[ένδυμα]], σε Πλούτ.· <i>Ἡρακλέα 'νεσκεύασα</i>, σε μεταμφίεσα σε Ηρακλή, σε έντυσα όπως εκείνον, σε Αριστοφ. — Μέσ., ντύνομαι, στολίζομαι, μεταμφιέζομαι με άλλα ρούχα, στον ίδ.· εξοπλίζομαι, σε Ξεν. — Παθ., είμαι εξοπλισμένος, εφοδιασμένος, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνσκευάζω:''' <b class="num">1)</b> готовить, приготовлять ([[δεῖπνον]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> одевать, наряжать (τινὰ ἱματίῳ Plut.; τινὰ τῇ λεοντῇ, med. τὴν θεόν Luc.); med. одеваться (ἀναξυρίσι καὶ χειρίσιν ἐνεσκευασμένος Plut.);<br /><b class="num">3)</b> обувать (ὑποδήμασιν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> med. снабжать (τινὰ τῇ λύρᾳ Luc.);<br /><b class="num">5)</b> med. вооружаться ([[δεῖ]] ἐ. τοὺς ἱππέας Xen.).
}}
}}