Anonymous

ἀστονάχητος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀστονάχητος:''' -ον ([[στοναχέω]]), αυτός που αφαιρεί τους στεναγμούς, [[παρηγορητικός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀστονάχητος:''' -ον ([[στοναχέω]]), αυτός που αφαιρεί τους στεναγμούς, [[παρηγορητικός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστονάχητος:''' Anth. = [[ἀστένακτος]].
}}
}}