3,274,408
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γεραιόφλοιος:''' -ον, αυτός που έχει γερασμένο και ρυτιδιασμένο [[δέρμα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''γεραιόφλοιος:''' -ον, αυτός που έχει γερασμένο και ρυτιδιασμένο [[δέρμα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γεραιόφλοιος:''' со сморщенной кожицей, сморщенный (σῦκα Anth.). | |||
}} | }} |