Anonymous

γεραιόφλοιος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γεραιόφλοιος:''' -ον, αυτός που έχει γερασμένο και ρυτιδιασμένο [[δέρμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''γεραιόφλοιος:''' -ον, αυτός που έχει γερασμένο και ρυτιδιασμένο [[δέρμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''γεραιόφλοιος:''' со сморщенной кожицей, сморщенный (σῦκα Anth.).
}}
}}