Anonymous

ἄκρος: Difference between revisions

From LSJ
2,236 bytes added ,  31 December 2018
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκρος:''' -α, -ον ([[ἀκή]] I),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται στο απώτατο [[σημείο]], κι έτσι [[είτε]] σημαίνει [[κορυφαίος]], Λατ. [[summus]], [[είτε]] [[εξώτατος]], ο πιο απομακρυσμένος, Λατ. [[extremus]]·<br /><b class="num">1.</b> ύψιστος, [[υψηλότατος]], <i>ἐν πόλει ἄκρῃ = ἐν ἀκροπόλει</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μέλαν]] [[ὕδωρ]] [[ἄκρον]], στην επιφάνειά του, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξώτατος]], [[ἄκρη]] [[χείρ]], <i>ἄκροι πόδες</i>, [[ἄκρος]] [[ὦμος]], [[άκρο]] χεριού, [[άκρα]] ποδιών, ακρότατο [[σημείο]] ώμου, στο ίδ., σε Θουκ.· ἐπ' [[ἄκρων]] (<i>δακτύλων</i>), [[ακροποδητί]], σε Σοφ.· <i>ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις</i>, [[απλώς]] με τα [[άκρα]] του ιστίου, δηλ. με συνεσταλμένα, μαζεμένα πανιά (για να αποφύγη την [[ορμή]] του ανέμου), σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνοκαι σημαίνει [[πληρότητα]], <i>ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ</i>, όταν είχε έρθει εντελώς το [[απόγευμα]], σε Πίνδ.· <i>ἄκρας νυκτός</i>, στο [[τέλος]] της νύχτας, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για βαθμό, ο πιο [[υψηλός]] στο είδος του, υπερβολικά [[καλός]], [[τέλειος]], [[άψογος]], [[υπέροχος]]· χρησιμοποιείται για πρόσωπα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ἄκρος]] [[μάντις]], σε Σοφ.· [[συχνά]] με αιτ. τρόπου που προστίθεται, ψυχὴν οὐκ [[ἄκρος]], όχι [[δυνατός]] στο [[μυαλό]], σε Ηρόδ.· <i>ἄκροι τὰ πολέμια</i>, ικανοί στον πόλεμο, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης με γεν. τρόπου, <i>οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως</i>, σε Πλάτ.· επίσης, [[ἄκρος]] εἴς ή [[περί]] τι, στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> ως ουσ. βλ. [[ἄκρα]], [[ἄκρον]].<br /><b class="num">V. 1.</b> ουδ. ως επίρρ., στην [[κορυφή]] ή στην [[επιφάνεια]], ακριβώς [[εκεί]], [[ἄκρον]] ἐπὶ ῥηγμῖνος, στην [[άκρη]], στην [[κόψη]], στο [[χείλος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> καθ' υπερβολήν, υπερβολικά, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> ολοκληρωτικά, πλήρως, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἄκρος:''' -α, -ον ([[ἀκή]] I),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται στο απώτατο [[σημείο]], κι έτσι [[είτε]] σημαίνει [[κορυφαίος]], Λατ. [[summus]], [[είτε]] [[εξώτατος]], ο πιο απομακρυσμένος, Λατ. [[extremus]]·<br /><b class="num">1.</b> ύψιστος, [[υψηλότατος]], <i>ἐν πόλει ἄκρῃ = ἐν ἀκροπόλει</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μέλαν]] [[ὕδωρ]] [[ἄκρον]], στην επιφάνειά του, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξώτατος]], [[ἄκρη]] [[χείρ]], <i>ἄκροι πόδες</i>, [[ἄκρος]] [[ὦμος]], [[άκρο]] χεριού, [[άκρα]] ποδιών, ακρότατο [[σημείο]] ώμου, στο ίδ., σε Θουκ.· ἐπ' [[ἄκρων]] (<i>δακτύλων</i>), [[ακροποδητί]], σε Σοφ.· <i>ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις</i>, [[απλώς]] με τα [[άκρα]] του ιστίου, δηλ. με συνεσταλμένα, μαζεμένα πανιά (για να αποφύγη την [[ορμή]] του ανέμου), σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνοκαι σημαίνει [[πληρότητα]], <i>ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ</i>, όταν είχε έρθει εντελώς το [[απόγευμα]], σε Πίνδ.· <i>ἄκρας νυκτός</i>, στο [[τέλος]] της νύχτας, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για βαθμό, ο πιο [[υψηλός]] στο είδος του, υπερβολικά [[καλός]], [[τέλειος]], [[άψογος]], [[υπέροχος]]· χρησιμοποιείται για πρόσωπα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ἄκρος]] [[μάντις]], σε Σοφ.· [[συχνά]] με αιτ. τρόπου που προστίθεται, ψυχὴν οὐκ [[ἄκρος]], όχι [[δυνατός]] στο [[μυαλό]], σε Ηρόδ.· <i>ἄκροι τὰ πολέμια</i>, ικανοί στον πόλεμο, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης με γεν. τρόπου, <i>οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως</i>, σε Πλάτ.· επίσης, [[ἄκρος]] εἴς ή [[περί]] τι, στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> ως ουσ. βλ. [[ἄκρα]], [[ἄκρον]].<br /><b class="num">V. 1.</b> ουδ. ως επίρρ., στην [[κορυφή]] ή στην [[επιφάνεια]], ακριβώς [[εκεί]], [[ἄκρον]] ἐπὶ ῥηγμῖνος, στην [[άκρη]], στην [[κόψη]], στο [[χείλος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> καθ' υπερβολήν, υπερβολικά, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> ολοκληρωτικά, πλήρως, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκρος:''' <b class="num">1)</b> высший, верхний: ἀκροτάτῃ κορυφῇ Hom. на самой вершине; ἐπ᾽ [[ἄκρων]] ὀρέων Soph. на вершинах гор; [[ἄκρη]] [[πόλις]] Hom. = [[ἀκρόπολις]];<br /><b class="num">2)</b> наружный, поверхностный: [[ἄκρη]] [[ῥινός]] Hom. поверхность кожи; [[ὕδωρ]] [[ἄκρον]] Hom. верхний слой или поверхность воды; οὐκ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου Eur. это глубоко врезалось в мое сердце (ср. 3);<br /><b class="num">3)</b> крайний: [[ἄκρη]] [[χείρ]] Hom., Her. кисть руки, рука; [[ἄκρα]] [[γλῶσσα]] Soph. кончик языка; ἐπ᾽ [[ἄκρων]] (sc. ποδῶν или δακτύλων) Soph. на цыпочках; [[πεδίον]] [[ἄκρον]] Soph. край равнины; [[ἄκρα]] [[ἱστία]] Arph. край парусов; πρὸς [[ἄκρον]] μυηλὸν ψυχᾶς Eur. до глубины души (ср. 2); [[ἄκρα]] [[νύξ]] Soph. глубокая (поздняя) ночь; ἄ. ὀργήν Her. вспыльчивый; οἱ ἄκροι Arst. крайние классы, т. е. богачи и бедняки;<br /><b class="num">4)</b> наилучший, превосходный, отличный (εἴς и περί τι Plat.; [[ἀνήρ]] Her.; τεχνῖται καὶ σοφισταί Plut.): ἄκροι γενόμενοι ταύτην τὴν ἡμέραν Her. храбро сражаясь в этот день; ψυχὴν οὐκ ἄ. Her. павший духом, малодушный; οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως Plat. величайшие представители поэзии; [[ἐγώ]] σοι [[μάντις]] [[εἰμὶ]] τῶν δ᾽ ἄ. Soph. это я тебе безошибочно предсказываю; ἄ. διαλέγεσθαι Plut. искусный в споре; Ἄργείων ἄκροι Eur. аргосская знать; ἡ [[ἄκρα]] [[ἐπιμέλεια]] Plut. тщательный уход.
}}
}}