3,273,724
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡλιόομαι:''' Παθ., ζω εκτεθειμένος στον ήλιο, σε Πλάτ.· <i>τὸ ἡλιούμενον</i>, ηλιόλουστη [[περιοχή]], [[μέρος]] ευήλιο, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἡλιόομαι:''' Παθ., ζω εκτεθειμένος στον ήλιο, σε Πλάτ.· <i>τὸ ἡλιούμενον</i>, ηλιόλουστη [[περιοχή]], [[μέρος]] ευήλιο, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡλιόομαι:''' (pass.)<br /><b class="num">1)</b> подвергаться действию палящего солнца (ἰσχνὸς ἀνὴρ [[πένης]], ἡλιωμένος Plat.; ἡλιωθέντες καὶ ῥιγώσαντες [[πάλιν]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> быть освещенным или согреваемым солнцем (τὰ [[ἄκρα]] ἡλιοῦται Arst.): τὸ ἡλιούμενον Xen., Arst. (тж. pl.) освещенное солнцем место, солнцепек. | |||
}} | }} |