Anonymous

καρδιόδηκτος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρδιόδηκτος:''' -ον ([[δάκνω]]), αυτός που κατατρώει, βασανίζει την [[καρδιά]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''καρδιόδηκτος:''' -ον ([[δάκνω]]), αυτός που κατατρώει, βασανίζει την [[καρδιά]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''καρδιόδηκτος:''' гложущий сердце, удручающий ([[κράτος]] Aesch.).
}}
}}