Anonymous

ἄποπτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄποπτος:''' -ον (<i>ἀπόψομαι</i>, μέλ. του [[ἀφοράω]]), αυτός που βρίσκεται [[πολύ]] [[μακριά]], [[εκτός]] του οπτικού πεδίου κάποιου, αυτος τον οποίο δεν μπορεί να δει [[κάποιος]] λόγω αποστάσεως, με γεν., σε Σοφ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται [[μακριά]], στον ίδ.· <i>ἐξ ἀπόπτου</i>, εξ αποστάσεως, από κάποια [[απόσταση]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἄποπτος:''' -ον (<i>ἀπόψομαι</i>, μέλ. του [[ἀφοράω]]), αυτός που βρίσκεται [[πολύ]] [[μακριά]], [[εκτός]] του οπτικού πεδίου κάποιου, αυτος τον οποίο δεν μπορεί να δει [[κάποιος]] λόγω αποστάσεως, με γεν., σε Σοφ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται [[μακριά]], στον ίδ.· <i>ἐξ ἀπόπτου</i>, εξ αποστάσεως, από κάποια [[απόσταση]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄποπτος:''' <b class="num">1)</b> издали видимый (ἀπὸ τοῦ χώματος Arst.; καταφανὴς καὶ ἄ. Plut.): ἐξ ἀπόπτου Soph., Plat., Plut. (наблюдая) издали;<br /><b class="num">2)</b> удаленный от взоров, невидимый, т. е. далекий (τινος Soph.).
}}
}}