Anonymous

ἐπιφανής: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιφᾰνής:''' -ές,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έρχεται στο φως, αυτός που εμφανίζεται [[ξαφνικά]], λέγεται για θεούς, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταφανής]], [[περίβλεπτος]], [[πόλις]] ἐπιφανὴς [[ἔξωθεν]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[προφανής]], [[ολοφάνερος]], [[εμφανής]], [[φανερός]], [[έκδηλος]], λέγεται για αποδείξεις, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[έγκριτος]], [[διαπρεπής]], φημισμένος, [[ονομαστός]], [[χαρακτηριστικός]], διακεκριμένος λόγω κοινωνικής θέσης, σε Ηρόδ.· [[ονομαστός]], για καλό ή για [[κακό]], σε Θουκ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, αξιοσημείωτα, άξια προσοχής, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, [[φανερά]], ανοιχτά, σε Θουκ.· υπερθ. <i>-έστατα</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπιφᾰνής:''' -ές,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έρχεται στο φως, αυτός που εμφανίζεται [[ξαφνικά]], λέγεται για θεούς, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταφανής]], [[περίβλεπτος]], [[πόλις]] ἐπιφανὴς [[ἔξωθεν]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[προφανής]], [[ολοφάνερος]], [[εμφανής]], [[φανερός]], [[έκδηλος]], λέγεται για αποδείξεις, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[έγκριτος]], [[διαπρεπής]], φημισμένος, [[ονομαστός]], [[χαρακτηριστικός]], διακεκριμένος λόγω κοινωνικής θέσης, σε Ηρόδ.· [[ονομαστός]], για καλό ή για [[κακό]], σε Θουκ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, αξιοσημείωτα, άξια προσοχής, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, [[φανερά]], ανοιχτά, σε Θουκ.· υπερθ. <i>-έστατα</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιφᾰνής:''' <b class="num">1)</b> (по)являющийся, (по)явившийся: ἐπιφανέος [[τούτου]] γενομένου Her. при его появлении;<br /><b class="num">2)</b> являющийся для помощи, приходящий на помощь (θεοὶ ἐπιφανέστατοι Diod.);<br /><b class="num">3)</b> (о местности) доступный глазу, заметный, видимый (τὸ [[τεῖχος]] ἐπιφανὲς [[μέχρι]] τῆς τῶν Ἀθηναίων πόλεως Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> явный, очевидный, явственный (σημεῖα Thuc., Arst.; ἐξαμαρτάνοντες Lys.);<br /><b class="num">5)</b> видный, знатный, известный, выдающийся, знаменитый, славный ([[ἄνδρες]] Her., Arst.; ἀνδρείᾳ Thuc. и κατ᾽ ἀνδρείαν Plut.; πρὸς τὸν πόλεμον Plat.): οἰκίης οὐκ ἐπιφανέος Her. незнатного рода;<br /><b class="num">6)</b> замечательный, поразительный (νόμοι Her.).
}}
}}