Anonymous

ἱερουργέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱερουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εκτελώ]] θρησκευτικές, ιερές τελετές· με αιτ., [[ἱερουργέω]] τὸεὐαγγέλιον, [[υπηρετώ]] το [[ευαγγέλιο]], σε Καινή Διαθήκη· ομοίως στη Μέσ., <i>ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἱερουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εκτελώ]] θρησκευτικές, ιερές τελετές· με αιτ., [[ἱερουργέω]] τὸεὐαγγέλιον, [[υπηρετώ]] το [[ευαγγέλιο]], σε Καινή Διαθήκη· ομοίως στη Μέσ., <i>ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερουργέω:''' (тж. ἱ. τὸ [[εὐαγγέλιον]] τοῦ θεοῦ NT и ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Plut.) справлять священные обряды, отправлять богослужение: ἱερὰ ἱερουργεῖται Luc. совершается жертвоприношение.
}}
}}