3,274,306
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱερουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εκτελώ]] θρησκευτικές, ιερές τελετές· με αιτ., [[ἱερουργέω]] τὸεὐαγγέλιον, [[υπηρετώ]] το [[ευαγγέλιο]], σε Καινή Διαθήκη· ομοίως στη Μέσ., <i>ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἱερουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εκτελώ]] θρησκευτικές, ιερές τελετές· με αιτ., [[ἱερουργέω]] τὸεὐαγγέλιον, [[υπηρετώ]] το [[ευαγγέλιο]], σε Καινή Διαθήκη· ομοίως στη Μέσ., <i>ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱερουργέω:''' (тж. ἱ. τὸ [[εὐαγγέλιον]] τοῦ θεοῦ NT и ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Plut.) справлять священные обряды, отправлять богослужение: ἱερὰ ἱερουργεῖται Luc. совершается жертвоприношение. | |||
}} | }} |