Anonymous

γυναικεῖος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γῠναικεῖος:''' -α, -ον ή -ος, -ον, Ιων. [[γυναικήιος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[γυνή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει στη [[γυναίκα]], ο όμοιος με [[γυναίκα]], αυτός που ταιριάζει στη [[φύση]] της, ο [[θηλυκός]], Λατ. [[muliebris]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἡ γυναικεῖα [[θεός]], η Ρωμαία [[bona]] [[dea]] ([[καλή]] [[θεά]]), σε Πλούτ.· [[γυναικεῖος]] [[πόλεμος]], ο [[πόλεμος]] με τις γυναίκες, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[θηλυπρεπής]], εκθηλυσμένος, [[μαλθακός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ἡ γυναικηΐη = [[γυναικών]], το γυναικείο οικιακό [[διαμέρισμα]], το [[χαρέμι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''γῠναικεῖος:''' -α, -ον ή -ος, -ον, Ιων. [[γυναικήιος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[γυνή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει στη [[γυναίκα]], ο όμοιος με [[γυναίκα]], αυτός που ταιριάζει στη [[φύση]] της, ο [[θηλυκός]], Λατ. [[muliebris]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἡ γυναικεῖα [[θεός]], η Ρωμαία [[bona]] [[dea]] ([[καλή]] [[θεά]]), σε Πλούτ.· [[γυναικεῖος]] [[πόλεμος]], ο [[πόλεμος]] με τις γυναίκες, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[θηλυπρεπής]], εκθηλυσμένος, [[μαλθακός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ἡ γυναικηΐη = [[γυναικών]], το γυναικείο οικιακό [[διαμέρισμα]], το [[χαρέμι]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γῠναικεῖος:''' ион. [[γυναικήϊος|γῠναικήϊος]] 2 и 3 женский (βουλαί Hom.; [[στρατός]] Pind.; [[χείρ]] Arph.; [[ἐσθής]] Her. и ἱμάτια Xen.; ἔργα Her. и [[ἔργον]] Plut.): θεὰ γυναικεία Plut. (лат. [[bona]] [[dea]]) благая богиня (древнеиталийское божество плодородия, культ которого отправлялся женщинами).
}}
}}