Anonymous

ἀνετέον: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνετέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀνίημι]], αυτό που πρέπει να αφήσει [[κάποιος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀνετέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀνίημι]], αυτό που πρέπει να αφήσει [[κάποιος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνετέον:''' Plat. adj. verb. к [[ἀνίημι]].
}}
}}