Anonymous

ἀρχαῖος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρχαῖος:''' -α, -ον ([[ἀρχή]] I), ο [[εξαρχής]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[αρχαίος]], [[πρωτογενής]], [[παλαιός]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ἀρχαϊκός]], [[παλιομοδίτικος]], απαρχαιωμένος, [[πρωτόγονος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[παλιός]], [[αρχαίος]], τὸ [[ἀρχαῖον]] [[ῥέεθρον]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αρχαίος]], ηλικιωμένος, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱἀρχαῖοι</i>, οι αρχαίοι φιλόσοφοι, οι μεγάλοι Πατέρες, οι Προφήτες, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ., [[ἀρχαίως]], στους αρχαίους χρόνους ή με τον αρχαίο τρόπο, σε Δημ.· ομοίως, τὸ [[ἀρχαῖον]], Ιων. συνηρ. [[τὠρχαῖον]], σε Ηρόδ., Αττ.· τ' [[ἀρχαῖον]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> αρχαίο ύφος, σε Πλάτ., Αισχίν.<br /><b class="num">IV.</b> ως ουσ., τὸ [[ἀρχαῖον]], το πραγματικό [[άθροισμα]], [[σύνολο]], πρώτη αξία, [[τιμή]], Λατ. [[sors]], σε Αριστοφ., Ρήτ..
|lsmtext='''ἀρχαῖος:''' -α, -ον ([[ἀρχή]] I), ο [[εξαρχής]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[αρχαίος]], [[πρωτογενής]], [[παλαιός]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ἀρχαϊκός]], [[παλιομοδίτικος]], απαρχαιωμένος, [[πρωτόγονος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[παλιός]], [[αρχαίος]], τὸ [[ἀρχαῖον]] [[ῥέεθρον]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αρχαίος]], ηλικιωμένος, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱἀρχαῖοι</i>, οι αρχαίοι φιλόσοφοι, οι μεγάλοι Πατέρες, οι Προφήτες, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ., [[ἀρχαίως]], στους αρχαίους χρόνους ή με τον αρχαίο τρόπο, σε Δημ.· ομοίως, τὸ [[ἀρχαῖον]], Ιων. συνηρ. [[τὠρχαῖον]], σε Ηρόδ., Αττ.· τ' [[ἀρχαῖον]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> αρχαίο ύφος, σε Πλάτ., Αισχίν.<br /><b class="num">IV.</b> ως ουσ., τὸ [[ἀρχαῖον]], το πραγματικό [[άθροισμα]], [[σύνολο]], πρώτη αξία, [[τιμή]], Λατ. [[sors]], σε Αριστοφ., Ρήτ..
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρχαῖος:''' <b class="num">1)</b> извечный, древний, первозданный (θεαί Aesch.; παίδες ἀρχαίου Σκότου Soph.);<br /><b class="num">2)</b> издревле установленный, исконный (Ζηνὸς νόμοι Soph., θυσίαι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> вечный, нерушимый (φάτναι Ζηνός Pind.; [[πίστις]] Soph.);<br /><b class="num">4)</b> старый, старинный ([[ἐσθής]] Her.; [[ἑταῖρος]] Xen.; χρόνοι Arst.);<br /><b class="num">5)</b> старый, прежний ([[ῥέεθρον]] Her.; ὑποδήματα Xen.);<br /><b class="num">6)</b> старый (годами) ([[λάτρις]] Eur.);<br /><b class="num">7)</b> старый, обветшалый, тж. надоевший (ἀρχαῖα λέγειν Aesch.; ἀρχαῖα καὶ τεττί γωνἀνάμεστα Arph.);<br /><b class="num">8)</b> отсталый или простодушный, наивный (σὺ δέ γ᾽ ἀ. Arph.; ἀρχαιότερος εἶ τοῦ δἐοντος Plat.);<br /><b class="num">9)</b> старший ([[Κῦρος]] ὁ ἀ. Xen.).
}}
}}