Anonymous

καταβόσκω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβόσκω:''' μέλ. <i>-βοσκήσω</i>, [[βόσκω]] κοπάδια σ' ένα [[μέρος]], Λατ. depascere, <i>χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων</i>, οι ποιμένες, βοσκοί της Σάμου, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''καταβόσκω:''' μέλ. <i>-βοσκήσω</i>, [[βόσκω]] κοπάδια σ' ένα [[μέρος]], Λατ. depascere, <i>χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων</i>, οι ποιμένες, βοσκοί της Σάμου, σε Θεόκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-βόσκω laten begrazen.
}}
}}