Anonymous

προσσαίνω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσσαίνω:''' Δωρ. ποτι-[[σαίνω]], αόρ. αʹ <i>-έσηνα</i>·<br /><b class="num">1.</b> φέρομαι κολακευτικά, [[θωπεύω]], [[κυρίως]] λέγεται για σκύλους· μεταφ., φῶτα προσσαίνειν [[κακόν]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ευχαριστώ]], [[ευαρεστώ]], όπως Λατ. arridere, <i>τινά</i>, στον ίδ., Ευρ.
|lsmtext='''προσσαίνω:''' Δωρ. ποτι-[[σαίνω]], αόρ. αʹ <i>-έσηνα</i>·<br /><b class="num">1.</b> φέρομαι κολακευτικά, [[θωπεύω]], [[κυρίως]] λέγεται για σκύλους· μεταφ., φῶτα προσσαίνειν [[κακόν]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ευχαριστώ]], [[ευαρεστώ]], όπως Λατ. arridere, <i>τινά</i>, στον ίδ., Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-σαίνω toekwispelen; overdr. van pers. vleien; van zaken behagen.
}}
}}