Anonymous

δάσκιος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δάσκιος:''' -ον (δα-, [[σκιά]]), αυτός που έχει πυκνή [[σκιά]], [[σκιερός]], [[θαμνώδης]], [[πυκνός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για τη [[γενειάδα]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''δάσκιος:''' -ον (δα-, [[σκιά]]), αυτός που έχει πυκνή [[σκιά]], [[σκιερός]], [[θαμνώδης]], [[πυκνός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για τη [[γενειάδα]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=δάσκιος -ον [δα-, σκιά] schaduwrijk:; δάσκιος ὕλη een schaduwrijk bos Od. 5.470; overdr.:; δαῦλοι γὰρ πραπίδων δάσκιοί τε τείνουσιν πόροι donker en duister strekken de wegen van zijn geest zich uit Aeschl. Suppl. 94; bosrijk:; ἐν δὲ δασκίοις ὄρεσι in de bosrijke bergen Eur. Ba. 218; overdr.: δάσκιος γενειάς een weelderige baard Aeschl. Pers. 316.
}}
}}