3,274,313
edits
(3) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δάσκιος:''' -ον (δα-, [[σκιά]]), αυτός που έχει πυκνή [[σκιά]], [[σκιερός]], [[θαμνώδης]], [[πυκνός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για τη [[γενειάδα]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |lsmtext='''δάσκιος:''' -ον (δα-, [[σκιά]]), αυτός που έχει πυκνή [[σκιά]], [[σκιερός]], [[θαμνώδης]], [[πυκνός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για τη [[γενειάδα]], σε Αισχύλ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δάσκιος -ον [δα-, σκιά] schaduwrijk:; δάσκιος ὕλη een schaduwrijk bos Od. 5.470; overdr.:; δαῦλοι γὰρ πραπίδων δάσκιοί τε τείνουσιν πόροι donker en duister strekken de wegen van zijn geest zich uit Aeschl. Suppl. 94; bosrijk:; ἐν δὲ δασκίοις ὄρεσι in de bosrijke bergen Eur. Ba. 218; overdr.: δάσκιος γενειάς een weelderige baard Aeschl. Pers. 316. | |||
}} | }} |