Anonymous

πικρία: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πικρία:''' ἡ ([[πικρός]]), [[πικρία]], λέγεται για τη [[διάθεση]], σε Δημ., Πλούτ.
|lsmtext='''πικρία:''' ἡ ([[πικρός]]), [[πικρία]], λέγεται για τη [[διάθεση]], σε Δημ., Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=πικρία -ας, ἡ [πικρός] bittere smaak; overdr. bitterheid, rancune, barsheid:. μεστὸς ὤν... πικρίας πρὸς τὸν δῆμον vol rancune jegens het volk Plut. Cor. 15.5; λόγῳ χρῆσθαι πικρίαν ἔχοντι μεμιγμένην χάριτι spreken met een mengsel van strengheid en charme Plut. Lyc. 19.1.
}}
}}