3,273,730
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καυμᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[καψαλίζω]] ή [[κατακαίω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καψαλίζομαι, στο ίδ. | |lsmtext='''καυμᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[καψαλίζω]] ή [[κατακαίω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καψαλίζομαι, στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καυματίζω [καῦμα] doen verbranden, verschroeien. | |||
}} | }} |