Anonymous

καυματίζω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καυμᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[καψαλίζω]] ή [[κατακαίω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καψαλίζομαι, στο ίδ.
|lsmtext='''καυμᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[καψαλίζω]] ή [[κατακαίω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καψαλίζομαι, στο ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=καυματίζω [καῦμα] doen verbranden, verschroeien.
}}
}}