3,273,653
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παροξυσμός:''' ὁ, [[διέγερση]], [[εκνευρισμός]], σε Δημ., Κ.Δ.· [[πρόκληση]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''παροξυσμός:''' ὁ, [[διέγερση]], [[εκνευρισμός]], σε Δημ., Κ.Δ.· [[πρόκληση]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παροξυσμός -οῦ, ὁ [παροξύνω] stimulering:. εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων ter stimulering van liefde en goede daden NT Hebr. 10.24. irritatie. hevige aanval (van ziekte). | |||
}} | }} |