Anonymous

παροξυσμός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παροξυσμός:''' ὁ, [[διέγερση]], [[εκνευρισμός]], σε Δημ., Κ.Δ.· [[πρόκληση]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''παροξυσμός:''' ὁ, [[διέγερση]], [[εκνευρισμός]], σε Δημ., Κ.Δ.· [[πρόκληση]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=παροξυσμός -οῦ, ὁ [παροξύνω] stimulering:. εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων ter stimulering van liefde en goede daden NT Hebr. 10.24. irritatie. hevige aanval (van ziekte).
}}
}}