Anonymous

κηροειδής: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kiroeidis
|Transliteration C=kiroeidis
|Beta Code=khroeidh/s
|Beta Code=khroeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like wax, waxen</b>, σώματα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>61c</span>, etc.: metaph., of the soul, <span class="bibl">Ph.1.64</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">wax-coloured</b>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.444.3</span> (iii B.C.), Dsc.1.119.</span>
|Definition=κηροειδές,<br><span class="bld">A</span> [[like wax]], [[waxen]], σώματα Pl.''Ti.''61c, etc.: metaph., of the soul, Ph.1.64.<br><span class="bld">2</span> [[wax-coloured]], ''PSI''4.444.3 (iii B.C.), Dsc.1.119.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1433.png Seite 1433]] ές, wachsähnlich, wächsern; σώματα Plat. Tim. 61 c; öfter bei Sp.; wachsfarbig. Schol. Nic. Th. 798.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1433.png Seite 1433]] ές, wachsähnlich, wächsern; σώματα Plat. Tim. 61 c; öfter bei Sp.; wachsfarbig. Schol. Nic. Th. 798.
}}
{{elru
|elrutext='''κηροειδής:''' [[воскообразный]], [[мягкий как воск]] (σώματα Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κηροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[κερί]] ή έχει τις ιδιότητες του κεριού («ἁπαλά τε [[ὄντα]] καὶ [[οἷον]] κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κηροειδή</i><br />οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται [[αντί]] για [[κερί]] ή ανάμικτες με [[κερί]] για φωτισμό, [[επάλειψη]] κ.λπ., όπως η [[παραφίνη]], η [[στεατίνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λίθο, [[μάρμαρο]] ή [[άλλη]] ύλη) [[κιτρινωπός]] και [[στιλπνός]] («[[ἡμίκυκλος]] στοὰ κηροειδὴς ὑπὸ τοῡ ἐν αὐτῇ λίθου», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ψυχή]]) [[εύπλαστος]] («ἐν τῇ ψυχῇ κηροειδῇ οὔσῃ», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
|mltxt=-ές (Α [[κηροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[κερί]] ή έχει τις ιδιότητες του κεριού («ἁπαλά τε [[ὄντα]] καὶ [[οἷον]] κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κηροειδή</i><br />οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται [[αντί]] για [[κερί]] ή ανάμικτες με [[κερί]] για φωτισμό, [[επάλειψη]] κ.λπ., όπως η [[παραφίνη]], η [[στεατίνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λίθο, [[μάρμαρο]] ή [[άλλη]] ύλη) [[κιτρινωπός]] και [[στιλπνός]] («[[ἡμίκυκλος]] στοὰ κηροειδὴς ὑπὸ τοῦ ἐν αὐτῇ λίθου», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ψυχή]]) [[εύπλαστος]] («ἐν τῇ ψυχῇ κηροειδῇ οὔσῃ», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κηροειδής -ές [κηρός, εἶδος] als was.
|elnltext=κηροειδής -ές &#91;[[κηρός]], [[εἶδος]]] [[als was]].
}}
}}