Anonymous

προΐσχω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προΐσχω:''' = [[προέχω]],<br /><b class="num">I.</b> [[κρατώ]] προς τα [[εμπρός]], [[προτείνω]], λέγεται για αγόρια που παίζουν στην [[ποσίνδα]], σε Ξεν.· [[κυρίως]] σε Μέσ., [[κρατώ]] [[μπροστά]] από κάποιον, [[κρατώ]] [[εμπρός]], <i>χεῖρας</i>, σε Θουκ.· με γεν., [[κρατώ]] ενώπιον, [[τῶν]] ὄψεων [[τὰς]] χεῖρας, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. στη Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], [[χρησιμοποιώ]] ως [[πρόφαση]], [[προφασίζομαι]], [[ισχυρίζομαι]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[προτείνω]], [[προσφέρω]], στο ίδ.
|lsmtext='''προΐσχω:''' = [[προέχω]],<br /><b class="num">I.</b> [[κρατώ]] προς τα [[εμπρός]], [[προτείνω]], λέγεται για αγόρια που παίζουν στην [[ποσίνδα]], σε Ξεν.· [[κυρίως]] σε Μέσ., [[κρατώ]] [[μπροστά]] από κάποιον, [[κρατώ]] [[εμπρός]], <i>χεῖρας</i>, σε Θουκ.· με γεν., [[κρατώ]] ενώπιον, [[τῶν]] ὄψεων [[τὰς]] χεῖρας, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. στη Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], [[χρησιμοποιώ]] ως [[πρόφαση]], [[προφασίζομαι]], [[ισχυρίζομαι]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[προτείνω]], [[προσφέρω]], στο ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=προΐσχω [προέχω] med., alleen praes. en imperf., andere tijden zie προέχω met acc. voor... (uit) houden:; χεῖρας π. de handen voor zich uit houden (als smekelingen) Thuc. 3.58.3; met acc. en gen.. τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας de handen voor de ogen houden Plut. Pomp. 71.8. med. voor zich uithouden; overdr. (ter verdediging) aanvoeren, als voorwendsel gebruiken:; προϊσχομένη πρόφασιν ὡς terwijl zij als reden aanvoerde dat Hdt. 4.165.3; προισχομένης τὸν νόμον toen zij zich op de wet beriep Plut. Alex. 14.7; voorstellen:. ἀκούσας αὐτῶν τὰ προΐσχοντο toen hij had gehoord wat zij voorstelden Hdt. 1.141.1. intrans. uitsteken. Hp. Art. 30.
}}
}}