Anonymous

κατατρύω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατατρύω:''' = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. <i>κατατετρῦσθαι</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''κατατρύω:''' = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. <i>κατατετρῦσθαι</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατρύω:''' изнурять, утомлять (τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας Xen.).
}}
}}